Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ

Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την μέρα που ο Γιώργος Σεφέρης πήρε το Νόμπελ Λογοτεχνίας στις 10 Δεκεμβρίου 1963 «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από μια βαθιά αίσθηση του ελληνικού πολιτισμού», συμφωνα με την επίσημη ανακοίνωνση της Σουηδικής Ακαδημίας.

Σε ανάμνηση εκείνης της ημέρας δημοσιεύουμε την "Μποτίλια στο πέλαγο" από το "Μυθιστόρημα" (1933/34)


ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ
Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει˙
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη˙
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.
Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά. 


Παραθέτουμε επίσης, το τέλος της επίσημης ομιλίας του Γ.Σ. κατά την απονομή. Κοιτάξτε πόσο επίκαιρο είναι...

<< [...] Σ᾿ αυτό τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει ν᾿ αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου και να βρίσκεται.
Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα. >>

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Μια βραδιά στου Ψυρρή




του Νίκου Χατζηαθανασίου
 (Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)
 
-Εν αρχή ην ο Λόγος.
-Και μετά;
-Μετά...ήρθαν οι μέλισσες! Αλλά επειδή ήταν παχιές κι είχαν πιει πολύ κρασί τις έδιωξε ο κάπελας και πήρανε ταξί. Ο κάπελας ουδεμία σχέση είχε με τον τρελοκαπελά διότι αφενός ο ένας ήταν χοντρός ενώ ο άλλος ψηλός δεν είχαν ειδωθεί ποτέ στην μακροχρόνια καριέρα τους ούτε είχαν συστηθεί επισήμως σε κάποιου είδους κοινωνική εκδήλωση. Ξες από αυτές που κάνουν οι κυρίες του Κολωνακίου τα Σάββατα για να προσελκύσουν χρήματα και τεκνά. Όχι τεκνά με χρήματα, προσοχή. Άλλοι είχανε τα χρήματα κι άλλοι τα διλήμματα. Τα ερωτικά βεβαίως, βεβαίως. Όπως στις όμορφες ερωτικές ιστορίες και τα φωτορομάντζα που πουλάγανε κάποτε στα περίπτερα έξω από του Μπακάκου.
-Σαν της Χρυσήιδας Δημουλίδου ένα πράμα;
-Δεν την ξέρω την κυρία, δεν μας σύστησε ο κάπελας. Αν και ήταν στο πάρτυ γιατί την είδα. Φορούσε το καπέλο της μαντάμ Σουσού με όλα τα φρούτα μαζί και την φρουτιέρα. Και τι κάνει αυτή; Γράφει νερόβραστες ερωτικές ιστορίες; Ένα μέρος έρωτα 5 μέρη νερό και λίγο αλάτι; Διότι αν ναι τότε αυτή θα ήταν, δεν παίρνω κι όρκο. Ιερόδουλες και ναυτικοί να ξέρεις δεν ορκίζονται. Το λέει κι ο παπάς. Οι μεν από ανάγκη οι δε από επιλογή. Φύρδην μίγδην δηλαδή και του πεταλωτή τα κάστανα. Άσε που να στα λέω.
-Ε πες τα ντε!
-Αφού θέλεις να τ’ ακούσεις, σκάσε κι άκου τα λοιπόν. Εν αρχή ην ο Λόγος, που λες. Ο Λόγος δε ουδεμία αξία έχει δίχως το κούτελο. Κι αφού στις μέρες μας τα κούτελα σπανίζουν, το λόγο παίρνει ο Πρόεδρος. Ο Πρόεδρος με τη σειρά του, ελαφρώς βαριεστημένος και εμφανώς καταπονημένος από τον κάματο της ημέρας, ούτε ήθελε ούτε και σκόπευε να τονε πάρει. Τον Λόγο. Δια τα υπόλοιπα ούτε και ξέρω ούτε θέλω να γνωρίζω. Μπορώ μόνο να κάνω εικασίες. Αλλά κι αυτές τι νόημα έχουν δίχως αυτιά ευκολόπιστα και αγαθά. Με πιάνεις;
-Καλά τα λες. Συνέχισε.
- Αφού του τονε δίνανε λοιπόν κι αυτός δίσταζε να τονε πάρει, έπρεπε να βρει μιιαν λύση. Συμβιβαστική το δίχως άλλο. Καθώς ουδείς έπρεπε να μείνει παραπονεμένος αλλά κι ο Λόγος έπρεπε να παρθεί το δίχως άλλο. Ζόρικη η κατάσταση και ντελικάτη σαν μεταξωτό βρακί. Από αυτά που φοράνε οι κυρίες του Κωλονακίου στα πάρτυ με τα τεκνά.  Όταν και αν τα φοράνε δηλαδής Απαιτούσε επιδέξιους κώλους το λοιπόν. Όμως ο πρόεδρος δεν ήταν τυχαία τέτοιος. Πρόεδρος δηλαδή. Η θέσις του καθώς και το παράστημα του, του επέτρεπαν να προεδρεύει. Δεν γίνεται όμως Πρόεδρος χωρίς επιτροπή της οποίας να είναι Πρόεδρος, αν με εννοείς. Διότι σε αντίθετη περίπτωση θα ήτω σα βασιλιάς χωρίς υπηκόους,  Ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων, δεν  έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ο Πρόεδρος, τσακάλι γαρ σκαρφίστηκε την λύση. Και τον έκανε πάσα τον λόγο στο αντιπρόεδρο, ο οποίος με την σειρά του τον έδωσε στον γραμματέα, κι αυτός στον β’ αντιπρόεδρο και ούτω καθεξής μέχρι που έφτασε στα χέρια του Ταμία. Κι εδώ είναι που τα πράγματα περιπλέκονται τοιουτοτρόπως. Διότι αν και στο Καταστατικό αναφέρετω ρητώς και κατηγορηματικώς ότι ο Ταμίας ουδέποτε είχε το δικαίωμα να λάβει τον Λόγον, να που ξαφνικά βρέθηκε με τον λόγο φαρδύ πλατύ στα χέρια του και την ιερή υποχρέωση να τον πάρει χωρίς να μπορεί να υψώσει αντίρρηση και ένσταση καμία. Καθώς, όπως καταλαβαίνεις τα ανυπόμονα βλέμματα όλης της επιτροπής, προεδρευόμενης από τον ίδιο τον Πρόεδρο μην ξεχνάς, ήτω καρφωμένα πάνω του, Με ακολουθείς; 
-Μαζί σου είμαι. 
-Δώσε βάση γιατί το πράγμα γίνεται μπερδεμένο κι άρα επικίνδυνο. Διότι ο απλός ο νους, ο απαίδευτος που λέμε, μπορεί να μην δύναται να ακολουθήσει και να παρακολουθήσει και να επεξεργαστεί την ολοένα αυξανόμενη και μαινόμενη εισροή πληροφοριών και λεπτομερειών και άρα να μην μπορεί να ανταπεξέλθει με αποτέλεσμα να κλατάρει Κοινώς να τα φτύσει που λένε και στη πιάτσα. Ως εκ τούτου υποχρεούμαι να ρωτήσω για τελευταία φορά αν με εννοείς. 
-Εγώ σε εννοώ λέμε. Εσύ με εννοείς που σε εννοώ;
-Πάσο. Εμίλησα κι ελάλησα κι αμαρτία εξομολογούμενη ουκ έστιν αμαρτία.
-Ρε άστα αυτά και λέγε τι έγινε με τον Ταμία.
-Ο Ταμίας που λες, καλό λαμόγιο ήτανε και του λόγου του. Αυτό που ονειρευόταν για μια ζωή και που  όμως ποτέ δεν πίστευε στα αλήθεια ότι θα γινόταν, είχε γίνει πραγματικότητα. Ο λόγος ήταν στα χέρια του, σαν νεογέννητο κουτάβι. Κι ολάκερη η επιτροπή τον κάρφωνε με τα σουβλερά της μάτια και περίμενε να τονε πάρει. Κρεμόταν από τα χείλη του σα να λέμε. Καθώς όπως προείπα όμως ο Ταμίας προετοίμαζε εαυτόν δια τούτη την στιγμήν έτη και έτη, καθώς τι διάολο, δεν θα έμενε για πάντοτε Ταμίας. Έτσι πίστευε κι έτσι διαβεβαίωνε όσους τον ερωτούσαν. Εκτός υπηρεσίας φυσικά. Διότι μες την υπηρεσία όποιος σήκωνε κεφάλι, έμοιαζε με απειλή και πολύ γρήγορα και ουδόλως σπάνια βρισκόταν είτε χωρίς αμοιβή είτε χωρίς κεφάλι αν και κανένας δεν το έχει παραδεχτεί ανοιχτά και δημοσίως. Έχουν υπάρξει και μια δυο σπάνιες περιπτώσεις μάλιστα, όπου η έπαρσις των ατόμων υπήρξε τόσο μεγάλη και βαθιά ώστε βρεθήκαν και δίχως αμοιβή και δίχως κεφάλι συντοχρόνως. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ο Ταμίας που λές ήταν άτομο προσεκτικό και κοίταζε τη δουλειά του, αν και πάντα έριχνε κλεφτές ματιές σε αυτούς που έπαιρναν τον Λόγο. Δεν τους ζήλευε ακριβώς αλλά ήθελε να είναι στη θέση τους. Όχι τόσο για την μισθολογική του αναβάθμιση, απόρροια του δικαιώματος αλλά και της υποχρέωσης να παίρνει κανείς τον Λόγο, αλλά όσο για το κύρος που προσέδιδε στα άτομα αυτή η ιδιότης.   
-Κοτζαμπάσης στη θέση του κοτζαμπάση ο Ταμίας. Σωστός;!
-Άμα γεια σου! Το πιάνεις το νόημα αγάλι – αγάλι. Και  ανακεφαλαιώνω προτού συνεχίσω. Ο Ταμίας με μιαν ελαφρά, ή και όχι, έκπληξη βρίσκεται με τον Λόγο στα χέρια, σαν έτοιμος από καιρό σαφώς. Η επιτροπή αδημονούσα κι αδηφάγα να περιμένει  να τον πάρει, σαφέστερα. Και το Καταστατικό ξεκάθαρο και άτεγκτο να απαγορεύει κάτι τέτοιο σαφέστατα. Το ζήτημα δε, που πρσαγματεύετω η επιτροπή, προεδρευόμενης υπό του ιδίου του Προέδρου υπενθυμίζω, ήτω εθνικό, μείζονος και εξεχούσης σημασίας και ουδέποτε θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί με επιπολαιότητα και φαυλότητα καθώς κάτι τέτοιο θα ήτω καταστροφικό ακόμα και δια το μέλλον της ίδιας της χώρας. Και του λαού αυτής το δίχως άλλο. Ένας λάθος χειρισμός μπορεί να τα τίναζε όλα στον αέρα σαν μπουρλότο. Πολλώ δε μάλλον αυτόν που θα το εχειρίζετω. Τον χειριστή της υποθέσεως, δηλαδή, που εν πάσει περιπτώση ήταν αυτός που θα έπαιρνε τον λόγο. Και που στην δική μας περίπτωση δεν ήταν άλλος από τον Ταμία, όπως το είχε φέρει η μοίρα κι οι κταστάσεις. Από την άλλη μεριά βέβαια, αν οι χειρισμοί της υποθέσεως ήταν τέτοιοι ώστε να καταλήγαμε σε ευτυχή και επιτυχή συμπεράσματα και αποτελέσματα, όλοι θα ήτω βεβαίως ευτυχισμένοι, το μεγαλύτερο μερίδιο όμως της επιτυχίας θα καρπωνόταν αδιαμφισβήτητα και κατά γενικήν ομολογίαν ο χειριστής της υποθέσεως. Δηλαδή αυτός που είχε τον Λόγο.
-Ο Ταμίας.
-Πουλιά στον αέρα πιάνεις αδερφάκι μου. Δώσε βάση τώρα γιατί μπαίνουμε στο ζουμί. Ο Ταμίας μας, που λες, αφού κοίταξε δεξιά κι αριστερά ούτος ώστε βεβαιωθεί αλλά και βεβαιώσει τους συνδαιτυμόνες, ότι αυτός ήταν που είχε το Λόγο κι άλλος κανένας καθάρισε το λαιμό του. Οπερ μεθερμηνευόμενον ότι εντός ολίγου, μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα, θα τον έπαιρνε.  Τον λόγο. Το βλέμα του ήτω σκληρό κι αδέκαστο, Δεν θα τους χαριζόταν. Θα Τον έπαιρνε κι όποιον πάρει ο χάρος. Αυτοί του Τον είχανε δώσει άλλωστε. Αν δεν θέλανε να Τονε πάρει αυτός, ας Τον έπαιρνε κάποιος άλλος. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σου πω, ότι μια επιτροπή που σέβεται τον εαυτό της και δη μία που πραγματεύεται τόσο σοβαρά ζητήματα όπως προανέφερα δεν θα ήτω ολοκληρωμένη και συμπαγής αν δεν περιστοιχιζόταν από τους διάφορους παρατρεχάμενους. Τα τσιράκια, τους λακέδες που λέμε. Αυτοί  οι διάφοροι, απείχαν μεν παρασάγγας από το να πάρουνε ποτέ τον Λόγο επισήμως, καθότι δεν ήταν μέλη της επιτροπής καθεαυτής, ήταν όμως βοηθητικά στελέχη, που κάθονταν ήσυχα γύρω από το κύκλο των συνεπιτροπούντων, σε έναν εξωτερικό κύκλο δηλαδής, και παρακολουθούσαν τα πεπραγμένα. Δουλειά τους ήταν να παρεμβαίνουν όποτε το απαιτούσαν οι περιστάσεις, και να συμβουλεύουν τα μέλη της επιτροπής χαμηλοφώνως στο αυτί. Άρα μπορείς να πεις ότι έπαιρναν κι αυτοί τον Λόγο, και δη αυτοβούλως,  πάντοτε όμως ιδιωτικά και χαμηλόφωνα.  Αυτηκόως δηλαδή σα να λέμε. Κάθε μέλος της επιτροπής είχε τον δικό του Συμβουλάτορα, ενώ ο Πρόεδρος που καθώς αντιλαμβάνεσαι  έπρεπε να ξεχωρίζει ποικιλοτρόπως από τους υπόλοιπους, είχε δύο. Εις εξ αυτών φημίζετω ως πονηρός κι αδίστακτος, ο πρώτος ανάμεσα στο κύκλο των Συμβουλατόρων, γεγονός που δικαιολογεί το δίχως άλλο, το ποιος ήταν το αφεντικό του καθώς και τη θέση του πίσω από το δεξί αυτί του Προέδρου, ο οποίος όπως γνωρίζεις άκουγε λίγο βαριά  από τ’ αριστερό. 
-Κουφάλογο ο Πρόεδρος, 
-Μόνον από τ’ αριστερό. Και μη διακόπτεις γιατί φτάνουμε στην κορύφωση. Ο Συμβουλάτορας λοιπόν, που όλη την ώρα τούτη καθότανε σκεπτικός και παρακολουθούσε μετά αβίαστου προσοχής τα πεπραγμένα, σηκώθηκε και ψιθύρισε στο αυτί του Προέδρου κάτι, την ώρα που ο Ταμίας καθάριζε τον λαιμό του. Μια κίνηση που ουδόλως πέρασε απαρατήρητη, ως και δεν όφειλε άλλωστε.  Βλέπεις αυτό που είχε διαφύγει από όλους, ίσως μόνον όχι από τον Ταμία αλλά εκείνος ίσως επέλεξε να το προσπεράσει, ήταν το Καταστατικό. Και το πώς αυτό ρητώς και κατηγορηματικώς απαγόρευε την λήψη του Λόγου από τον Ταμία. Ο Συμβουλάτορας επίσης, παμπόνηρος γαρ, τα είχε ζυγίσει όλα στο μυαλό του. Είχε διαβλέψει το ενδεχόμενο ο τίμιος πλην φιλόδοξος Ταμίας, να γινόταν ο ήρως της ημέρας αν η έκβαση του Λόγου ήτω θετική και έφερνε τα αναμενόμενα και πολυπόθητα αποτελέσματα. Κάτι το οποίο θα ήτω απαράδεκτον πλην καταστροφικό για τον Πρόεδρο αλλά και για τον ίδιο, καθώς όπως προείπα αυτός ήτω το δεξί αυτί του Προέδρου. Υπήρχε όμως πάντα το Καταστατικό, το οποίο θα μπορούσε να επικαλεστεί αργότερα ο Πρόεδρος και έτσι να θεωρηθεί άκυρη η λήψη του Λόγου από τον Ταμία και άρα να καρπωθεί ο ίδιος την επιτυχία. Από την άλλη, αν ο Λογος του Ταμία ήτω αναποτελεσματικός, μπορεί μεν η χώρα να βάδιζε σε δύσκολες ατραπούς από τούδε και εφεξής, η ακεραιότητα όμως του Προέδρου καθώς και των υπολοίπων μελών της επιτροπής θα παρέμενε ανέγγιχτη καθώς θα υποδείκνυαν ως χειριστή της υποθέσεως αυτόν που είχε πάρει το Λόγο και δη τον Ταμία. Συνυπολογίζοντας και το γεγονός πως ούτε ο Πρόεδρος αλλά ούτε και κανείς άλλος έδειχνε διατεθειμένος να πάρει τον Λόγο και καθώς ο Λόγος έπρεπε να παρθεί άμεσα το δίχως άλλο και χωρίς περεταίρω χρονοτριβή, αποφάσισε αφού ενημέρωσε τον Πρόεδρο για τις ιδιομορφίες της κατάστασης εν τάχει, να τον συμβουλέψει να επιτρέψει στον Ταμία να πάρει τον Λόγο. 
-Ναι αλλά ο Ταμίας θα την ψυλλιάστηκε τη φάβα, δεν μπορεί.
-Μην προτρέχεις θα σκοντάψεις. Ο Ταμίας όπως προείπα, καλό λαμόγιο ήταν και του λόγου του. Τουτέστιν, μυαλωμένος και συνετός πλην κομματάκι πονηρός και δαύτος. Όχι βέβαια αδίστακτος ωσάν τον Συμβουλάτορα, αλλά δεν τον έπιανες και κότσο ευκόλως και δίχως να ιδρώσεις αν μη τι άλλο. Όσην ώρα λοιπόν ο Συμβουλάτορας εψιθύριζεν εις το αυτί του Προέδρου, το δεξί, μη ξεχνιόμαστε, και καθώς οι ψίθυροι δίνανε και παίρνανε μες την αίθουσα, είτε στα αυτιά των υπολοίπων επιτρόπων από τους δικούς τους Συμβουλάτορες είτε και μεταξύ των, με τα μάτια βεβαίως, σιωπηλά, δίχως να κουνηθεί χείλος ή ρουθούνι, ο Ταμίας παρακολουθούσε τα πρόσωπα των συνδαιτυμόνων ασκαρδαμυκτί και αδιαλείπτως. Έμφασις δε είχε δώσει στην στρογγυλομουτσουνάρα του Προέδρου, το δίχως άλλο. Ο οποίος ας πούμε ότι δεν εφημίζετω και δια τις επιδόσεις του στο πόκερ. Τουτέστιν άφησε την έκπληξη, την ανησυχία, την αγανάκτηση και εσχάτως την ανακούφιση να ζωγραφιστούν διαδοχικώς στο πρόσωπο του.  Έτσι ο Ταμίας διαισθάνθην και αντελήφθην την συνομωσία όπως πολύ ορθώς προέβλεψες. Πρέπει όμως να αντιληφθείς την ιδιαιτερότητα της κατάστασης και την δυσκολία της θέσης του, όπως την αντιλήφθηκε κι ο ίδιος αδιαμφισβήτως, καθώς βρισκόταν με τον Λόγο ανά χείρας, και δεν υπήρχε άλλος εν σειρά να Τον παραλάβει αφενός, αφετέρου ούτος έπρεπε να παρθεί άμεσα καθώς δεν υπήρχαν άλλα περιθώρια. Χρονικά τε και θεσμικά. 
-Και τι έκανε λοιπόν;
-Ότι θα έκανε κάθε σοφός άνδρας ευρισκόμενος, ανοικειωθελώς το δίχως άλλο, στη θέση του. Τον πεοκρούστη, τον αυνανιζόμενο. Ήτοι τον μαλάκα. Ξερόβηξε και καθάρισε τον λαιμό του δις, υιοθέτησε βλέμμα σοβαρότατον και άνοιξε το στόμα του εκ του οποίου εξήλθαν τα παρακάτω λόγια: «Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε, σεβαστοί επίτροποι, λοιποί συνδαιτυμόνες. Αντιλαμβανόμενος την σοβαρότητα της καταστάσεως και  χωρίς να θέλω να προσβάλω την συνέλευση της επιτροπής ταύτης καθώς και τους θεσμούς που την διέπουν, θα ήθελα να ζητήσω την άδεια σας δια να αποσυρθώ εις το αποχωρητήριον καθώς αι κινήσεις των εντοσθίων μου είναι ταχείς και ραγδαίες και πολύ φοβούμαι πως αν κωλυσιεργήσω ακόμη ένα λεπτό, αι συνέπειες θα είναι δριμείς και ουδόλως ευχάριστες δια όλους μας. Όσο δε, δια το ζήτημα δια το οποίον μου δόθηκε ο Λόγος και δια το οποίον πρέπει να τοποθετηθώ, καθώς αντιλαμβάνομαι τα μάλα ότι πρέπει να βρεθεί μια λύσις άμεσα και επειδή ίσως η θέσις μου ως απλού Ταμία να μην είναι η πρέπουσα δια τόσο περίπλοκους και λεπτεπίλεπτους χειρισμούς, το αφήνω εις την κρίσιν του προέδρου, καθότι ούτος εστίν ο καθ ην αρμόδιος δια να λάβει τις απαραίτητες αποφάσεις για ένα τόσο σημαντικό και φλέγον θέμα. Εναποθέτω όλη μου τη στήριξη και την συμπαράσταση στο πρόσωπο του. Τα σέβη μου.». Και σηκώθηκε από την θέση του κι έφυγε σούμπιτος κρατώντας την κοιλιακήν του χώρα και αφήνοντάς τους σύξυλους .
-Δηλαδή κοινώς τους είπε: «Μάγκες, χεστήκαμε που κλάναμε, βρείτε άλλο κορόιδο ή βγάλτε τα πέρα μόνοι σας.»
-Αν και καθήμενος, ορθώς εμίλησες. Βεβαίως πρέπει να αναγνωρίσεις ότι η ιστορία αυτή περιέχει πολλαπλά ηθικά διδάγματα. Το πρώτο είναι ότι πάντα πρέπει να ξέρεις πότε να Τον δίνεις και πότε να Τον παίρνεις. Τον Λόγο φυσικά. Πρέπει να είσαι πάντα επιφυλακτικός και απρόθυμος να Τον πάρεις, ακόμα κι αν στον δίνουνε οικειοθελώς. Ειδικότερα δε,  αν νομίζεις πως ήρθε η ώρα σου να Τον πάρεις, σκέψου το ξανά και ενδελεχώς. Δεύτερον, όταν Τον παίρνεις πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός και να ξέρεις τι να Τον κάνεις. Αν δεν ξέρεις τι να Τον κάνεις καλύτερα να μην Τον πάρεις ή να τον αφήσεις εκεί που Τον βρήκες. Και το τρίτο και σημαντικότερο δίδαγμα θαρρώ, είναι το εξής: ακόμα κι αν δεν Τον θέλεις, αλλά στον δώσουνε με το ζόρι, να θυμάσαι πάντα αυτό: To κόψιμο είναι πάντα ανεπιθύμητο.

Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Μια νύχτα στην όπερα



                        

του Νίκου Χατζηαθανασίου
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)





Ήταν ήδη 7:35 και η παράσταση άρχιζε στις 8. Τον είχε στήσει 20 λεπτά. Κλασσική γυναίκα σκέφτηκε. Μόνο που δεν ήταν. Δηλαδή ήταν, αλλά δεν ήταν σαν τις άλλες. Έτσι ήθελε να πιστεύει, τουλάχιστον. Αυτός είχε ξαναπάει στην όπερα. Στην Βιέννη βέβαια, αλλά δεν είχε σημασία. Σημασία είχε ότι θα πήγαινε μαζί της. Με τα κουστούμια και τις γραβάτες του αυτός, με τα φορέματα και της γόβες της εκείνη. Και το κραγιόν το κόκκινο. Όλη η εμπειρία. Κοίταξε για πολλοστή φορά το ρολόι του. "Θα την σκίσω" μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του κι αμέσως χαμογέλασε αυτάρεσκα, ίσως με την σκέψη ότι μπορεί και να το έκανε στα αλήθεια, αργότερα εκείνο το βράδυ. Με την καλή έννοια. Την πρόστυχη δηλαδή, αλλά  καλή για αυτόν σίγουρα - και για εκείνη, γιατί όχι; Είδε μια γυναικεία, καλοντυμένη σιλουέτα να έρχεται προς το μέρος του. "Αυτή θα ναι" σκέφτηκε κι ίσιωσε τη γραβάτα του. Ετοιμάστηκε να της δώσει το τριαντάφυλλο καθώς εκείνη τον πλησίαζε με γρήγορο βήμα αλλά τελευταία στιγμή κατάλαβε πως δεν ήταν αυτή που περίμενε. Τον προσπέρασε κι εκείνος χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο, γύρισε για να ελέγξει τον κώλο της.

"Καλό κομμάτι, έ μαν;" άκουσε μια λεπτή, σχεδόν παιδική, γυναικεία φωνή από πίσω του.
-"Καλώς την Στρουμφίτα" απάντησε χωρίς να γυρίσει. "Καλό είναι, δε λέω αλλά έχω δει και καλύτερα. Καλοσύνη σου που μας θυμήθηκες..."
-"Ρε, σόρι ειλικρινά δε φταίω εγώ. Άκου να δεις τι έγινε..." άρχισε να λέει εκείνη αλλά την διέκοψε το βλέμμα του καθώς γύρισε και την κοίταξε για πρώτη φορά. "Τι; τι έχω; Έλα πες, τόσο χάλια είμαι; Βάφτηκα πολύ ε; Το κραγιόν; Δεν σ' αρέσει το κραγιόν; Τα τακούνια! Το 'ξερα ρε γαμώτο! Και σε ρώτησα αν θα χεις πρόβλημα"
-"Θα το βουλώσεις επιτέλους να με αφήσεις να σε θαυμάσω μέσα στη σιωπή για δύο γαμημένα δευτερόλεπτα ή θα αναγκαστώ να αναλάβω πρωτοβουλία και να στο βουλώσω εγώ;"
-"Για προσπάθησε να σε δούμε" απάντησε αμέσως εκείνη. Του άρεσε που ήταν εύστροφη και ετοιμόλογη.
-"Ε αφού δεν μου αφήνεις κι εμένα άλλα περιθώρια..." της είπε και την πλησίασε πιάνοντάς την παράλληλα από την μέση "σκύψε λίγο να σου πω κάτι".

Αν έπαιζαν σε χολιγουντιανή αισθηματική κομεντί θα ήταν το πιο όμορφο φιλί στην ιστορία του κινηματογράφου. Το πιο παθιασμένο φιλί στην ιστορία των παθιασμένων φιλιών. Από αυτά τα φιλιά όπου εκείνη γέρνει ολόκληρη πάνω στον καλό της και σηκώνει το ένα της πόδι ενστικτωδώς. Από αυτά που πάνω από το ζευγάρι σκάνε πυροτεχνήματα και από πίσω παίζει το "when the moon hits your eye like a big pizza pie, that's amore". Ξαφνικά οι λάμψεις από τα πυροτεχνήματα έσβησαν, η βελόνα του πικ απ έκοψε με ένα βίαιο ξύσιμο μια φράση του Ντιν Μάρτιν στη μέση και το πόδι έμεινε μετέωρο και απορημένο.
-"Και τώρα που το βγάλαμε κι αυτό απ' τη μέση, πάμε μέσα γιατί έχουμε αργήσει; Χτυπάει το πρώτο καμπανάκι όπου να ναι"
Το βλέμμα της ήταν κάτι ανάμεσα σε λιωμένη μαρμελάδα και θυμωμένο ταύρο. Δεν ήξερε αν ήθελε να τον χτυπήσει ή να τον ξαναφιλήσει. Μάλλον δεν ήξερε με ποιά σειρά ήθελε να τα κάνει. Και δεν θα μάθαινε και ποτέ γιατί δεν της άφησε τα περιθώρια. Της έβαλε το τριαντάφυλλο στο χέρι, της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και την έπιασε αγκαζέ, οδηγώντας την στο φουαγιέ με βήμα ταχύ.
-"Σιγά παιδάκι μου, θα με σκοτώσεις, Πιο ήρεμα. Φοράω τακούνια λέμε"
-"Ναι, κάτι πήρε το μάτι μου. Δικό σου πρόβλημα, να μην φορούσες. Αλλά ξέρω γιατί τα βαλες. Ήθελες να με κάνεις να φαίνομαι κοντός δίπλα σου."
-"Παιδί μου, πας καλά; 'Έχεις προβλήματα μου φαίνεται, ε; Να πας σε κάνα ψυχολόγο να στα λύσει."
-"Δεν τους μπορώ τους ψυχολόγους. Είναι φαντασμένοι, υπερεκτιμημένοι και νομίζω ότι κουβαλάνε πιο πολλά προβλήματα από αυτά που υποτίθεται προσπαθούν να λύσουν."
Εκείνη προτίμησε να μην απαντήσει, γιατί ήξερε πως ότι και να έλεγε θα έβρισκε κάτι εξυπνακίστικο να της απαντήσει και απλά θα την νευρίαζε περισσότερο. Άλλωστε ήξερε ότι της κάνει πλάκα. Της άρεσε αυτό. Της άρεσε που την έκανε να γελάει και ταυτόχρονα την εξωθούσε στα άκρα της. Ναι, αν κάτι της άρεσε σε αυτόν σίγουρα δεν ήταν το μουστάκι του αλλά το χιούμορ και το πνεύμα του. Ίσως και το μουστάκι του, άβυσσος η ψυχή της γυναίκας. Και παρ' όλο που ήταν η πρώτη φορά που συναντιόνταν από κοντά, παρόλο που δεν είχε δει ο ένας τον άλλον παρά μόνο σε φωτογραφίες, παρ' όλο που δεν είχαν ακούσει ο ένας τη φωνή του άλλου περισσότερες από μία φορά, αν τους παρατηρούσε κανείς θα νόμιζε πως είναι ζευγάρι καιρό. Και ερωτευμένο μάλιστα.

Αυτή την εντύπωση μου άφησαν καθώς τους είδα να χάνονται από το φουαγιέ μέσα στην αίθουσα πιασμένοι αγκαλιά, εκείνη γερμένη πάνω του κι εκείνος να την κοιτάει τρυφερά. Τους κοιτούσα και τους χαιρόμουν, τους ζήλευα ακόμα ίσως, ενώ εγώ ακόμα περίμενα την δική μου ντάμα να έρθει έξω από την είσοδο του θεάτρου. Είχε πάει 8 παρά 10 και ο κόμπος στο στομάχι μου γινόταν όλο και μεγαλύτερος. Τότε χτύπησε το κινητό μου. Μήνυμα. Από εκείνη. Το διάβασα ατάραχος σχεδόν. Για κάποιο λόγο, ανεξήγητο, το περίμενα. Δεν ξαφνιάστηκα καθόλου. Το μόνο που με ξάφνιασε ήταν αυτή ακριβώς η κυνική συνειδητοποίηση. Το ήξερα ότι δεν θα ερχόταν ποτέ. Αλλά είχα πάει. Ντυμένος στην πένα. Για εκείνη. Με το λουλούδι στο χέρι. Για εκείνη κι αυτό.  "Δεν θα έρθω. Ήθελα πολύ αλήθεια, αλλά δεν μπόρεσα. Ελπίζω να καταλάβεις. Μην με πάρεις τηλ. Τα λέμε". Απλό, χωρίς να αφήνει περιθώρια για αντίλογο.

Κοίταξα το λουλούδι. Μια κοπέλα περνούσε εκείνη την ώρα. Την σταμάτησα και της το έδωσα. Εκείνη ξαφνιάστηκε λίγο, ίσως τρόμαξε αλλά το πήρε δίνοντας μου για αντάλλαγμα ένα πλατύ, όμορφο χαμόγελο. Της χαμογέλασα κι εγώ. "Η ζωή συνεχίζεται ψηλέ" είπα στον εαυτό μου, χωρίς πολλή διάθεση να το πιστέψω. Έβαλα το χέρι στην τσέπη και έβγαλα τα εισιτήρια. Φώναξα στην κοπέλα, που μόλις είχα δώσει το λουλούδι: "Σου αρέσει η όπερα;" Εκείνη γύρισε και με κοίταξε απορημένη. "Έχω ένα επιπλέον εισιτήριο, και αναρωτιόμουν αν... Τι λέω; προφανώς θα έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις. Και σιγά μην πας με έναν άγνωστο στην όπερα, έτσι στα καλά καθούμενα. Απλά είπα να δοκιμάσω την τύχη μου μια τελευταία φορά σήμερα πριν αποδεχτώ ότι με εγκατέλειψε οριστικά."
-"Δεν έχω πάει ποτέ. Αλλά πάντα ήθελα" είπε εκείνη διστακτικά. Κούνησα τα εισιτήρια στον αέρα.
-"Λένε ότι όταν σου παρουσιάζεται μια ευκαιρία, πρέπει να την αρπάζεις. Σου υπόσχομαι δεν δαγκώνω. Να, κοίτα πως είμαι ντυμένος. Σου 'δωσα και το λουλούδι..."
-"Ελπίζω να μην είσαι κανένας ανώμαλος, που φοράει κουστούμι και στήνεται έξω από την όπερα, κρατώντας 2 εισιτήρια και ένα λουλούδι μόνο και μόνο για να αποπλανήσει αθώες κοπέλες". Γέλασα.
 -"Όχι δεν είμαι, σου δίνω τον λόγο της προσκοπικής μου τιμής!"
-"Άμα είναι έτσι...φαίνεται πως η τύχη, σου χαμογέλασε." είπε και μου έκλεισε το μάτι. "Α και μη σκας, εκείνη χάνει."

Το τελευταίο καμπανάκι ακούστηκε. Την έπιασα αγκαζέ και μπήκαμε μέσα. Ίσα που προλάβαμε να μπούμε και να βρούμε τις θέσεις μας, πριν σβήσουν τα φώτα και αρχίσει η μουσική. Με τη άκρη του ματιού μου πρόλαβα να δω το ζευγάρι που παρατηρούσα πριν, στην είσοδο, δυο θέσεις πιο κει. Της ψιθύριζε κάτι στο αυτί. Τότε έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου. Με κοίταξε επίμονα. Φάνηκε να με αναγνωρίζει. Το βλέμμα του είχε κάτι το καθησυχαστικό. Μια ανείπωτη, βαθιά κατανόηση. Το πρόσωπο του μου φάνηκε απόκοσμα ήρεμο και εκπληκτικά γνωστό. Για μια στιγμή, μου φάνηκε πως κοιτούσα μέσα σε καθρέφτη. Μου έκλεισε το μάτι την στιγμή που η ορχήστρα έπαιξε την πρώτη νότα και γύρισε προς την σκηνή. 







Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΩΝΙΑ



της Πετρούλας Χασιώτη
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013) 


Ώρα 9:00πμ
  Τα μαύρα της μάτια κοιτάζουν ανέκφραστα την αυλή του μικρού της σπιτιού, ενώ ο αέρας ανακατεύει στοργικά τα καστανά μαλλιά της.Χοντρές νυφάδες χιονιού ξεκουράζονται στιγμιαία στο χλωμό πρόσωπό της κι έπειτα λιώνουν. Καθισμένη στα σκαλιά της εισόδου προσπαθεί να βάλει σε τάξη αυτά που σκέφτεται και νιώθει. Δίπλα της ακουμπισμένος ο μεγάλος σάκος με όλα όσα θα χρειαστεί σήμερα.Τα τσεκάρει στο μυαλό της ένα-ένα, είναι όλα εκεί.''Πρέπει να τα καταφέρω'' σκέφτεται ξανά και ξανά. Είναι η πιο σημαντική παράσταση!
Ώρα 10:00πμ
  Περνάει την μεγάλη πύλη της σχολής χορού και περπατάει σταθερά προς την αίθουσα.Μαζεύει τα μαλλιά της αυστηρό κότσο,δένει τις σατέν κορδέλες γύρω από τους αστραγάλους της και ξεκινάει το ζέσταμα.Δύο ώρες μετά η πρόβα είχε τελειώσει.Όταν έμεινε μόνη στην αίθουσα έβαλε μουσική και ξαναπρόβαρε το σόλο της για να είναι σίγουρη για τον ευατό της. Το ξαναέκανε. Και έπειτα πάλι. ''Έύα'', άκουσε μια φωνή και σταμάτησε απότομα, ''Τί κάνεις ακόμα εδώ;'' τη ρώτησε η καθηγήτριά της. ''Εγώ,εε..,έκανα...πρόβα'', κατάφερε να πει λαχανιασμένα. ''Πρέπει να ξεκουραστείς, είναι σημαντική μέρα για σένα.'' Εκείνη η παράσταση δεν ήταν η πρώτη της Εύας, πέρασε πολλές ώρες και πολλές παραστάσεις, εδώ και 13 χρόνια, ως πρώτη χορεύτρια στη σχολή χορού της γειτονιάς της.Όμως, εκείνη η παράσταση θα καθόριζε την καριέρα της.Εκπρόσωποι από τις μεγαλύτερες σχολές χορού της Ευρώπης θα παρακολουθούσαν την παράσταση που διοργάνωναν σε συνεργασία όλες οι σχολές χορού τις χώρας.Οι καλύτεροι χορευτές της χώρας περίμεναν προτάσεις από ξακουστά μπαλέτα. Κάποιων οι ζωές θα άλλαζαν απόψε. Η Εύα δεν απάντησε, ήθελε να συνεχίσει. ''Θα τα πας περίφημα,μην κουράζεσαι άλλο'',της είπε η δασκάλα της και γύρισε να φύγει. Σταμάτησε λίγο πριν την πόρτα, γύρισε και την κοίταξε, ακούμπησε την μπάρα και με βουρκωμένα μάτια της είπε '' Ό,τι κι αν γίνει σήμερα, αύριο, του χρόνου, όσο χαμηλά κι αν πέσεις, να θυμάσαι πάντα πως η λύση βρίσκεται εδώ'' ,και χτύπησε με την παλάμη της ανοιχτή την μπάρα. ''Εδώ θα βρεις τις απαντήσεις που ζητάς.Σημασία δεν έχει αν θα κερδίσεις,σημασία έχει αν  χάσεις να βρεις τη δύναμη να επιστρέψεις''.
Ώρα 1:00μμ
  Συνάντησε τις φίλες της από τη σχολή στο εστιατόριο.Κατά τη διάρκεια του φαγητού γελούσανε και μιλούσανε για διάφορα θέματα, όμως, μέσα τους ξέρανε πως το συναίσθημα που επικρατεί είναι το άγχος.Όσο φίλες κι αν ήτανε, οι θέσεις ήταν περιορισμένες και αυτό ενίσχυε τον ανταγωνισμό μεταξύ τους.Μετά το φαγητό ανέβηκαν στο λεωφορίο που θα τους πήγαινε στη σκηνή όπου θα χόρευαν.Το ταξίδι ήταν σύντομο αλλά τους φάνηκε αιώνας.Όταν έφτασαν κατευθήνθηκαν στα καμαρίνια όπου ξεκουράστηκαν για λίγο.Ώσπου άρχισαν οι προετοιμασίες.Καλυντικά, αξεσουάρ μαλλιών, ρούχα και παπούτσια χορού διαδέχονταν το ένα το άλλο και μία μία οι μπαλαρίνες ανέβαιναν στη σκηνή για τις τελευταίες λεπτομέρειες.
Ώρα 8:00μμ
  Η αυλαία ανοίγει και η Εύα εισπράττει το πρώτο της χειροκρότημα.Ήταν η σειρά της.Τα φώτα την τυφλώνουν και δεν μπορεί να διακρίνει το κοινό που την χειροκροτάει.Ήταν η ευκαιρία της.Το κομμάτι άρχισε να παίζει και μια αλληλουχία από βήματα έπαιρνε σάρκα και οστά πάνω στη σκηνή.Ήθελε να το ζήσει αλλά όσο το σκεφτότανε την κυρίευε το άγχος.Αποφάσισε να σταματήσει να σκέφεται. Της απόμεναν μόνο μερικά λεπτά χορού. Και τότε ξέσπασε. Η πίεση και το άγχος όλων αυτών των μηνών εξαφανίστηκαν και έδωσαν τη θέση τους σε δυναμισμό, έκφραση και αποφασιστικότητα. Την κυρίευσε το συναίσθημα,η μουσική την παρέσειρε σε περίεργα μονοπάτια, επικίνδυνα. Ώσπου έγινε κάτι ξαφνικό, άρχισε να αυτοσχεδιάζει.Είχε βγει εκτός χορογραφίας και δεν μπορούσε να το ελένξει. Ακολουθούσε απλά τα πόδια της.Ένα δυνατό χτύπημα της καρδιάς της την έκανε να καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά.Από τις σκέψεις της την έβγαλε το χειροκρότημα του κοινού που ήταν τώρα πιο δυνατό από πριν.Θυμωμένη με τον εαυτό της, απογοητευμένη και καταρακωμένη από αυτό που μόλις συνέβη υποκλήθηκε και χάθηκε πίσω από μια κουίντα.
  Η ανάσα της ήταν τώρα γρήγορη και βαριά, το πρόσωπό της έκαιγε και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή.Ξέσπασε σε κλάματα, βουβά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της παρασέρνοντας στο διάβα τους το μακιγιάζ της.Βουβά δάκρυα που αν είχαν φωνή θα ούρλιαζαν από πόνο και αγανάκτηση.Το σώμα της πονούσε,τα δάχτυλα των ποδιών της μάτωναν από τις πουέντ αλλά τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον πόνο που ένιωθε μέσα της.Κατέβηκε στο καμαρίνι της όπου την περίμεναν οι φίλες της και η δασκάλα της με αγωνία. ''Τί χάλια είναι αυτά, τι έπαθες;'', της φώναξε η Σοφία αγχωμένα. Η Εύα πέρασε δίπλα τους και με κατεβασμένο το κεφάλι ψέλισε ''Συγγνώμη..''. Η καθηγήτριά της την πλησίασε αποφασιστικά,έπιασε το πιγούνι της και την κοίταξε ευθεία στα μάτια.''Αυτή τη συγγνώμη την οφείλεις στο εαυτό σου για την εξαθλίωση με την οποία τον καταδίκασες.Από όλες εμάς,απλά συγχαρητήρια.Ο χορός σου μας μάγεψε.Αν μου είχες δείξει τις ιδέες σου θα τις ακολουθούσα πιστά.Μπράβο.Και τώρα σκούπισε τα δάκρυά σου και ετοιμάσου γιατί θα φύγουμε.Τα αποτελέσματα θα τα μάθουμε στο δρόμο.Είναι αργά''.Χειροκροτήματα και μαγεμένα βλέμματα πλυμμήρισαν το καμαρίνι.Η Εύα κοίταζε με απορία.Ένα μικρό χαμόγελο άρχισε να εμφανίζεται στα χείλη της.Το χαμόγελο μεγάλωσε, έγινε γέλιο, ξέφρενο γέλιο, γέλιο από καρδιάς.
Ώρα 11:00μμ
  Πήρε το δρόμο για το σπίτι πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας.Το χαμόγελό της πρόδιδε την ευτυχία που  την έλουζε.Την είχαν καλέσει από 2 φημισμένες σχολές χορού της Ευρώπης για οντισιόν.Είχε ελπίδες για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της.Θα περνούσε μια ζώη πάνω στην σκηνή και θα έκανε αυτό που κάλυτερα ήξερε να κάνει, να χορεύει.Μέσα στην αφοπλιστική ησυχία του δρόμου άρχισε να χορεύει, να τρέχει, να πηδάει.Φώναζε, γελούσε, έκλαιγε.Διάσπαρτα συναισθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο.Και ξαφνικά όλα γύρω της έγιναν πολύ φωτινά,μια στιγιαία αναλαμπή ήταν αρκετή για να χάσει την ισορροπία της.Ζαλίστηκε.Και μετά,ένας δυνατός ήχος που την πλησίαζε ολένα.Ένας εκοφαντικός θόρυβος και μετά,πόνος.Πονούσε πολύ,δεν έβλεπε,δεν άκουγε,δεν ένιωθε παρά μόνο πόνο.Δάκρυα καφτά μούσκευαν το πρόσωπό της και περίμενε,περίμενε τη συνέχεια βυθισμένη στο σκοτάδι της.
  Άνοιξε τα μάτια της αργά και όλα γύρω της ήταν λευκά και αυστηρά.Είδε τη μητέρα της να κουνάει τα χείλη της και να την κοιτάει παρακλητικά.Σιγά σιγά άρχισε να την ακούει.''Αγάπη μου, μην ανησυχείς εγώ είμαι εδώ.Έμαθα ότι έσκισες χτες,μπράβο σου.Θα κάνουμε μερικές εξετάσεις ακόμα και θα πάμε στο σπίτι μας.Είσαι κάλα;'',τη ρώτησε νευρικά.Η Εύα έγνεψε καταφατικά.''Θέλω να φύγουμε'', ψιθύρισε, ''πρέπει να κάνω πρόβα'',είπε.''Θα φύγουμε καρδιά μου''.
''Δε νιώθω τα πόδια μου'', επέμεινε,''θέλω να σηκωθώ''.Έκανε μια προσπάθεια μα μάταια.Η μητέρα της ξέσπασε σε κλάματα και της χάιδευε το πρόσωπο. Και τότε όλα γύρω της έγιναν κόκκινα,υγρά,απελπιστικά.Δε ρώτησε γιατί δεν άντεχε να ακούσει την απάντηση.Αλλά μέσα της ήξερε.Δεν θα ξαναπερπατούσε ποτέ,δε θα ξαναχόρευε.Ο κόσμος της γκρεμίστηκε σε μια στιγμή.Τη στιγμή που κάποιος απρόσεκτος οδειγός έκλεψε τόσο προκλητικά και ετσιθελικά τη ζωή της.Η καρδιά της γέμισε μίσος,θυμό,οργή και απογοήτευση.Ήταν μόνη.
  Το περιβάλλον της από το μπαλέτο την επισκέφτηκε όταν γύρισε πια στο σπίτι.Νόμιζε πως ήταν έτοιμη γι αυτό αλλά έκανε λάθος.Το ίδιο και οι κοπέλες.Αμηχανία έντυνε το σκηνικό.Τα λουλούδια και τα νευρικά χαμόγελα δεν έβγαζαν από το πλάνο το αναπηρικό καροτσάκι και τα κοιμησμένα,άλλοτε ταλαντούχα,νεαρά πόδια .Όλα είχαν τελειώσει.Το πρωί θα ξυπνούσε και θα έμενε σπίτι, και αύριο και πάντα.Πετάχτηκε από το κρεβάτι μούσκεμα από τον υδρώτα και με μάτια κλαμμένα.Ήταν ώρα να σηκωθεί.
Ώρα 9:00πμ
  Τα μαύρα της μάτια κοιτάζουν ανέκφραστα την αυλή του μικρού της σπιτιού, ενώ ο αέρας ανακατεύει στοργικά τα καστανά μαλλιά της.Χοντρές νυφάδες χιονιού ξεκουράζονται στιγμιαία στο χλωμό πρόσωπό της κι έπειτα λιώνουν. Καθισμένη στα σκαλιά της εισόδου προσπαθεί να βάλει σε τάξη αυτά που σκέφτεται και νιώθει. Δίπλα της ακουμπισμένος ο μεγάλος σάκος με όλα όσα θα χρειαστεί σήμερα.Τα τσεκάρει στο μυαλό της ένα-ένα, είναι όλα εκεί.''Πρέπει να τα καταφέρω'' σκέφτεται ξανά και ξανά. Είναι η πιο σημαντική παράσταση!Μόνο να θυμηθώ να μη γυρίσω μόνη το βράδυ.

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2013

Μία νύχτα στου Ψυρρή



της Βιολέττας Ξιφαρά
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)


Αει στα κομμάτια, κρύο και απόψε, βαρέθηκα.  Κάθε βράδυ κρύο και ψιλόβροχο εδώ και δέκα μέρες.  Να ρίξει μια δυνατή βροχή να ξεπλυθεί ο τόπος, να ησυχάσουμε λίγο και από το πήγαινε έλα των φοιτητών.  Ησυχία δεν έχουν πια.  Πόσο κρασί και ποτό  θα πιούν. Δεν αφήνουν κάτι και για μας. Φαταούλες παιδί μου, φαταούλες.  Άει σιχτίρ και απόψε.  Που το έβαλα το σάλι, πού το έβαλα, να το ρίξω στο κεφάλι μου γιατί με περόνιασε η υγρασία.  Έ! Ρε γλέντια σήμερα, νάναι καλά ο Σωκρατάκος, Θεός χωρέστον, μου άφησε το στέκι του.  Έχει χάζι σε κείνο το σημείο και απ’ ότι το κόβω είναι χωστό από αέρα και βροχή.  Μια χαρά με βόλεψε ο Σωκράτης.  Ήταν η τελευταία του επιθυμία, ακούς;  Η τελευταία του επιθυμία, να πάει σου λέει η Ελπινίκη στο τσαρδάκι  του, στο δίπατο της πλατείας Ηρώων, στου Ψυρρή. Αυτό που είναι εγκαταλελειμμένο, δίπλα στο ραφτάδικο του Λεωνίδα; Άει γεια σου, αυτό.  Το είπε σε όλους, ευχή και κατάρα να τον σεβαστούν και τον πήρανε στο νοσοκομείο και από κει στον παπά. 
Σκέφτομαι μόνη μου, όλο σκέφτομαι.  Τι να κάνω. Εάν σταματήσω να σκέφτομαι θα θυμηθώ.  Ο νούμερο ένα νόμος του άστεγου είναι να ξεχάσει, τα πάντα, ακόμα και το όνομά του. Να περάσω από τον Κωνταντή και την Θεώνη, να πάρω τα καύσιμα.  Θα του πω του Κωνσταντή «Κοίταξε καλά μη μου ξαναδώσει μπόμπα κρασί η κυρά σου, άστεγη γυναίκα, πού θα ξερνοβολάω όταν με πειράζει; Δεν με σκέφτεστε; Άντε την ευχή μου νάχετε και καλές δουλειές γι απόψε».  Η ευχή του άστεγου, μεγάλο πράγμα σου λέει γιατί βγαίνει μέσα από την καρδιά του.  Η κατάρα του όμως ακόμα μεγαλύτερο πράγμα. Γι αυτό ο Κωνσταντής με φροντίζει, νομίζω. Μπορεί να είναι και καλός άνθρωπος, μπορεί.  Τι μέρα είναι σήμερα, Πέμπτη;  Ευτυχώς, έχει ποδόσφαιρο και δεν θάχει πολύ κίνηση, είναι και το κρύο.  Έ! Πρώτη μέρα στο καινούργιο μου κονάκι, να έχω λίγη ησυχία να τακτοποιηθώ.  Πάντως το καροτσάκι μου είναι το καλύτερο απ’ όλα, το πιο περιποιημένο και το πιο πλούσιο.  Έχω από παπούτσια και πάπλωμα μέχρι ύφασμα από αλεξίπτωτο για να προστατεύομαι από το κρύο.  Βασίλισσα μωρέ είμαι, βασίλισσα. Λέω τώρα.
Δεν κουνιέται φύλλο στην πλατεία.  Με το κρασάκι μου και το κεσεδάκι μουσακά από την Θεώνη είμαι πασίνα στα Γιάννενα.  Το καρότσι θα το βάλω δίπλα μου, την άλλη φορά στην Ερμού πήγαν να μου το φάνε την ώρα που κοιμόμουνα. Κάτι τσογλάνια ήταν, μαύροι, άσπροι πού να καταλάβω  στην σούρα μου.  Κάτσε κυρά Ελπινίκη να ξεκουραστεί το κοκαλάκι σου.  Απάγκιο είναι, ωραία.  Η πόρτα μια φορά, επιβλητική.  Από αυτές που μου αρέσουν.  Ψηλή, με χοντρό ξύλο και σκάλισμα και ρόπτρο βαρύ-βαρύ, το λιοντάρι να μην είχε σκαλισμένο πάνω από το κεφάλι μου το βράδυ, όσο να πεις σκιάζομαι.  Α! κάθισα. Τρεις φορές θα κουλουριάσω γύρω μου το αλεξίπτωτο απόψε, δεν ξέρω τι καιρό κάνει εδώ, να φυλαχτώ.
Αυτή εδώ η γούβα στον τοίχο, τι θέλει;  Να ακουμπήσω το κεφάλι μου, να κάνει καλό και στο αυχενικό μου!  Έ ρε τι γλάστρες με βασιλικούς θα είχαν βάλει να αρωματίζουν την είσοδο.  Μεγαλεία σου λέω, μεγαλεία. 
«Σσς! Μην την ξυπνήσεις ακόμα, θα τρομάξει, άσε να φύγει το ζευγαράκι απέναντι στο παγκάκι, μην την περάσουν για τρελή.  Μόλις μας δει θα ξεφωνίσει.  Θυμάσαι ο Σωκράτης τι έπαθε την πρώτη φορά που μας είδε;»
«Εγώ λέω να βάλουμε τον Παπαδιαμάντη να κάτσει δίπλα της, να την πάρει με το καλό, είναι πιο γνωστός μπορεί και να τον θυμηθεί, να μην χρειάζεται να εξηγήσουμε πολύ».
«Ο Ερημίτης του Ψυρρή* απόψε μπορεί να έχει δουλειά.  Κάθε φορά  που έρχεται κάποιος από απέναντι τον παίρνει παράμερα να του εξηγήσει τα κατατόπια, να τον βοηθήσει, να μην στενοχωριέται που αλλάζει συνήθειες. Με τον Σωκράτη βέβαια επειδή είναι καιρό φίλοι μπορεί να μην χρειαστεί».
«Ζωή μου, σας αγαπώ**.  Η Ελπινίκη θα μάθει γρήγορα, θυμάστε όταν ήταν νέα φοιτήτρια και έψαχνε το σπίτι σας στην Αγίας Θέκλας, για να νοιώσει τον έρωτά μου για εσάς;  Η Ελπινίκη φυγάδευσε τον εαυτό της από τον κόσμο και γύρισε εκεί που ανήκει.  Θα χαρεί επιτέλους να μας γνωρίσει».
«Ο κυρ-Αλέξανδρος στάθηκε δίπλα της, κοιτάξτε Λόρδε μου, τον νοιώθει.  Je suis vraiment contente.  She is actually one of us, don’t you think?»
Νοιώθω να με παρακολουθούν μάτια.  Ωραία γωνίτσα είναι, αλλά κάτι δεν μου κολλάει.  Να βγάλω το κεφάλι μου, να κόψω κίνηση, μην μου την πέσει κανείς.
 Άει σιχτίρ ποιος είσαι εσύ;  Δεν μας χωράει και τους δυο ρε φίλε.  Πήγαινε παραπέρα.  Και γιατί δεν με πιέζει το σώμα σου, πάνω στα πόδια μου;  Γνωστός μου φαίνεσαι. Παναγία μου, πάλι μπόμπα κρασί μου έδωσε η Θεώνη.  Να γλιτώσω απόψε και δεν θα ξανακάτσω στα σκαλιά της Αγίας Ειρήνης να ζητιανέψω.  Θα μπω μέσα όταν δεν θα είναι κανείς, να σου ανάψω κεράκι, να με λυπηθείς. Να γλιτώσω όμως απόψε μανούλα μου, ε;  Κι αυτό το ζευγάρι απέναντι.  Καλέ τι φοράει η κοπέλα, μικρό κορίτσι; Ήμαρτον Χριστέ μου.  Άει, άει, απόψε δεν την βγάζω τη νύχτα, μου την πέσανε.  Σαν φιγούρα του 1800 από ελαιογραφία είναι, και να δεις τι μου θυμίζει. 
Σταμάτα Ελπινίκη, σταμάτα, ο νούμερο δυο νόμος του άστεγου είναι να μην θυμάται, να ξεχάσει ακόμα και το όνομά του, σταμάτα.  Μα μου θυμίζει κι αυτός δίπλα της ο νεαρός με την γυναικεία ομορφιά και τα σγουρά ξανθά μαλλιά.  Και συ, ο γέρος με το φθαρμένο κουστούμι έτσι ξείγκλωτος*** που κάθεσαι σκυφτός και γράφεις, τι γράφεις, ποίημα;  Πώς τολμάς μπροστά μου και γράφεις; Φύγε.  Μην γυρίσεις το κεφάλι σου να με δεις.  Εάν είσαι αυτός που φαντάζομαι, εάν έφυγες από την Σκιάθο και ήρθες στην Αθήνα, εάν οι αδελφάδες σου έμεινα ανύπαντρες για χάρη σου, εάν έγραψες τη Φόνισσα, είσαι ένας νεκρός Αλέξανδρος.  Και εάν είσαι νεκρός και σε βλέπω, τότε πέθανα και δεν θέλω να πεθάνω.  Ακούς;  Φύγε από τα πόδια μου και πάρε και τους φίλους σου απέναντι.  Δεν θέλω να έρθετε κοντά μου, δεν θέλω να θυμάμαι, δεν θέλω τέτοιους κολλητούς.  Να πείτε στον Σωκράτη ότι δεν θα του κάνω την χάρη να μείνω άλλο εδώ. 
«Δεν πάει καλά Λόρδε μου, σας το είπα, η Ελπινίκη είναι γαβριάς****.  Όταν έφυγε από τη μάνα της, είχε έρθει στα σκαλιά του σπιτιού μου και έκλαιγε.  Πριν το κατεδαφίσουν.  Έκλαιγε και μου τα έψελνε που δεν σας ακολούθησα στο Μεσολόγγι που δεν έζησα μαζί σας ολοκληρωτικά τον έρωτα.  Μου χρέωσε την δική της αδυναμία να νοιώσει οτιδήποτε.  Σιχαίνεται το όνομά της. Ελπινίκη, ελπίδα για νίκη.  Αυτή όμως τα παρέδωσε όλα και τα ξέχασε και τώρα ο κυρ Αλέξανδρος πάει να της ξύσει πληγές».
«Κάθε γενναίος έχει πληγές και κάθε άνθρωπος που γυρνά στου Ψυρρή να ξαναπιάσει τη ροή της ιστορίας έχει τις δικές του αναμνήσεις να ενώσει με τις δικές μας.  Πάντα στενοχωριέσαι ζωή μου όταν γνωριζόμαστε με έναν καινούργιο ζωντανό, όμως την Ελπινίκη την ξέρεις από παλιά και είχες υποσχεθεί να την βοηθήσεις».
Το σταυρό μου Παναγία μου.  Α ρε Σωκράτη, δεν θα σε συναντήσω καμιά μέρα, θα σε κάνω τ’αλατιού με την λαχτάρα που παίρνω απόψε.  Μη με κοιτάς ρε φίλε. Είσαι εσύ, ο κυρ Αλέξανδρος, ο κοσμοκαλόγερος, έτσι δεν είναι;  Μήπως να μου συστηθείς κιόλας να ανταλλάξουμε χειραψία;
«Δεν μου αρέσουν τα λόγια και να πεις στην Θεώνη να σου δίνει από το κοκκινέλι.  Όταν έμενα στου Ψυρρή ο προπάππους της έφτιαχνε το καλύτερο κοκκινέλι της Αθήνας.  Να της πεις «ο κυρ Αλέξανδρος είπε να μου δώσεις κοκκινέλι να τον κεράσω», θα καταλάβει και θα σου δώσει».
Πώς μου μιλάς και δεν κουνάς τα χείλη σου;  Εάν είσαι φάντασμα δώσε ένα σημάδι. Καλύτερα να βλέπω φαντάσματα που υπάρχουν παρά να βλέπω φιγούρες που δεν υπάρχουν και να τρελαίνομαι.  Και γιατί βλέπω εσένα παρακαλώ; Γιατί εσένα;
«Απόψε ήρθες σπίτι μου Ελπινίκη. 20 χρόνια έζησα στου Ψυρρή, δεν θυμάσαι που διάβαζες γι αυτό στην Σκιάθο, καθισμένη κάτω από την λεμονιά στην αυλή του σπιτιού μου;  Τα βράδια όταν φαίνονται τα άστρα κατεβαίνω στου Ψυρρή, τα άλλα, τα πιο σκοτεινά μένω ακίνητος να μην με ακούσουν οι αδερφάδες μου και με αναζητήσουν.  Εδώ όμως είμαι ανάμεσα σε φίλους.»
Αυτοί απέναντι, η τρελοκαντέρω με το φέσι στο κεφάλι και ο μιζανπλί με τις μπούκλες;  Τι σόι φίλοι είναι αυτοί για έναν κοσμοκαλόγερο, τι έχεις να πεις εσύ μαζί τους; Και πού τους ξέρεις;  Στο φινάλε πρέπει να έζησαν πολύ πριν από σένα. 
Κάτι μου έβαλε στο μουσακά αυτή η κοκκινομάλα, η ξεψειριασμένη, η ποντικομαμή, να με ξεκάνει και έχω πιάσει και συζήτηση μαζί του.
Και σε ρωτάωι πάλι.  Αυτοί ποιοι είναι;
«Λόρδος Μπάυρον, αγαπητή Ελπινίκη, και από δω η ωραία των Αθηνών, Θηρεσία Μακρή, η μεγάλη μου αγαπημένη, τα σέβη μου. Όπως καλά κατάλαβες είμαστε τα φαντάσματα της πλατείας  Ηρώων, εδώ στου Ψυρρή dear. But please don’t be afraid, we know each other since you were a little child».
Τώρα προκόψαμε.  Ά! Ρε άστεγη Ελπινίκη. Με μισοφαγωμένο μουσακά, τυλιγμένη σε αλεξίπτωτο παρέα με τρία φαντάσματα, δεν ζητάς βοήθεια γιατί θα σε πάρουν στο ψιλό, απλά παρακαλάς την Παναγιά να σε πάρει στον ύπνο σου γιατί εάν διανοηθείς ότι αυτά που ζεις είναι αληθινά τότε μάγκα μου, την έκατσες.
«Την έκατσες Ελπινίκη; Φιλόλογος πράμα;»
Κυρ Αλέξανδρε για να έχουμε καλή εξήγηση, ο τρίτος νόμος του άστεγου είναι να ξεχνά, να ξεχνά ακόμα και το όνομά του.
«Και ο τέταρτος νόμος του καλλιτέχνη είναι να ξεχνά το πρωί αυτά που έζησε το βράδυ.  Κοιμήσου τώρα, για πρώτο βράδυ καλά τα πήγαμε.  Αύριο θα μιλήσετε με την Θηρεσία, σαν γυναίκες θα τα πείτε καλύτερα.  Και Ελπινίκη, ο μόνος νόμος των φαντασμάτων είναι να σε κάνουν να θυμάσαι και αυτό μου ζήτησε ο Σωκράτης, να θυμηθείς για να παλέψεις.»
«Τώρα θα πάω να κοιμηθώ** δεσποινίς Ελπινίκη, εις αύριον».

*Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έζησε πολλά χρόνια στου Ψυρρή και τον ονόμασαν «ο Ερημίτης του Ψυρρή»
** Την έκφραση αυτή έλεγε ο Λόρδος Μπάυρον στην Ωραία των Αθηνών, Θηρεσία Μακρή, την οποία ερωτεύτηκε παράφορα όταν φιλοξενήθηκε για αρκετό καιρό στο αρχοντικό τους στουΨυρρή.
Ξείγκλωτος = απεριποίητος
***γαβριάς = ζόρικη, έξυπνος και ζωηρός αλητάκος, που έχει πάντοτε έτοιμη στο στόμα του μια απάντηση.
****τα τελευταία λόγια του Λόρδου Βύρωνα πριν πεθάνει στο Μεσολόγγι.

Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Η ζωή στο δάσος


του Βασίλη Βλάχου
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)


 Ακόμη μια μέρα ξεκινάει στο δάσος. Μια συνηθισμένη σκηνή λαμβάνει χώρα. Ανάμεσα στα δέντρα ο λύκος κυνηγάει ένα λαγουδάκι. Η μάχη κρίσιμη, μάχη ζωής και θανάτου. Ή σωστότερα μάχη ζωής ή θανάτου. Ο λαγός τρέχει και τρέχει, χοροπηδάει πάνω από πεσμένους κορμούς και ρυάκια. Ο λύκος σιγά σιγά κερδίζει έδαφος. Ο λαγός συνεχίζει αλλά εχει αρχίσει να κουράζεται. Σε μία απότομη στροφή ανάμεσα σε δύο πλατάνους ρίχνει μία κλεφτή ματιά. Ο μ*¨»?>»ας ο λύκος ακόμη τρέχει ξωπίσω. Κοιτάει στον κορμό. Μία φράση ήταν μισοχαραγμένη. « Η ζωή είναι αλλού» , έγραφε στο δέντρο,με υπογραφή Α.Λ. ( απεγνωσμένοι λαγοί ) .
  Κάτι άλλαξε μέσα στον λαγό. Αποφάσισε να μην δεχτεί το πεπρωμένο. Αρπάζει ένα πεσμένο κουκουνάρι και το πετάει με μανία. Ο λύκος το δέχτηκε στο κούτελο, αρχικά ξαφνιάστηκε αλλά δεν μάσησε. Σε λίγο ο λαγός ήταν ακόμη ένας μεζές στο στόμα του λύκου.
  Ένας νεαρός λαγός παρακολούθησε την σκηνή. Τα πήρε κρανίο και αποφάσισε να μιλήσει στους άλλους. Πήγε στην πρώτη φωλιά λαγών, πήγε στην δεύτερη, πήγε στην Τρίτη, έφαγε όλη την μέρα, κυνηγημένος και από αρπακτικά, και τελικά κατάφερε να πείσει κάποιους να σε συναντηθούν σε μία κουφάλα. Βλέπεις οι περισσότεροι φοβόντουσαν να συννενοηθούν με τους άλλους, αλλά επειδή δεν ήθελαν να πούνε τον λόγο, είτε απαξίωναν είτε αδιαφορούσαν στα λεγόμενα του νεαρού. «Δεν αλλάζει τίποτε» έλεγαν..
  Ο νεαρός αποφάσισε να τους μαζέψει μέσα σε ένα τεράστιο δέντρο που είχε σκιστεί στα δύο από ένα κεραυνό. Η συνέλευση στην κουφάλα διήρκησε πέντε ημέρες. Τις τρείς πρώτες τσακώνονταν οι δύο τάσεις που αναπτύχθηκαν. Οι μισοί θέλανε να συννενοηθούν με τους λύκους ώστε να μην τους τρώνε όλους, αλλά να δίνουν ένα ποσοστό λαγών κάθε μήνα. Οι υπόλοιποι τους κατηγόρησαν για οπορτουνισμό και έτσι αποχώρησαν. ‘Οσοι έμειναν συζητούσαν άλλες δύο μέρες στο πως θα διαχειριστούν την ελευθερία τους αφού θα νικήσουν τους λύκους, και για το ποιός θα έχει την κεντρική εξουσία.
  Ο νεαρός εκνευρίστηκε ακόμη πιο πολύ και έφυγε τρέχοντας και αποφάσισε να δράσει μόνος. Πήγε στην φωλιά των λύκων και την έκαψε. Οι λύκοι ξαφνιάστηκαν από το σκηνικό, αλλά οι λαγοί δεν άδραξαν την ευκαιρία να επωφεληθούν από την αμηχανία που προκάλεσε η πράξη στον αντίπαλο. Οι λύκοι αφού συνήλθαν από το σοκ εξαπέλησαν τρομερή επίθεση εναντίων των λαγών. Οι λαγοί φοβισμένοι, καταδίκασαν την επίθεση στην φωλιά των λύκων, και κατηγόρησαν τον άγνωστο δράστη οτί με την πράξη του ευνόησε τους αντίπαλους, και τους έδωσε την αφορμή να επιτεθούν ολοκληρωτικά. Μάλιστα κάποιοι είπαν οτί κάποιος πράκτορας των λύκων την έβαλε την φωτιά,για να τους δώσει το έναυσμα της επιθέσεως.
  Τελικά τον νεαρό τον βρήκαν μετά από λίγο καιρό. Οι λύκοι τον έφαγαν στα γρήγορα και οι λαγοί αποφάσισαν να τον ξεχάσουν. Μόνο κάποιοι τραγουδούσαν και τραγουδούν ακόμη στα κρυφά το ονομά του.


                                                                    Εις μνήμην του Μαρίνους βαν ντερ Λούμπε.
                                                                                      (1909-1934)

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Αλλαγή ημερομηνίας διεξαγωγής Σεμιναρίου Δημιουργικής Γραφής



Λόγω κάποιων αναπάντεχων προβλημάτων στην οργάνωση το Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής των Εκδόσεων Πολύτροπον θα ξεκινήσει την Πέμπτη 7 Νοεμβρίου και θα πραγματοποιείται κάθε Πέμπτη μέχρι τις 23 Ιανουαρίου.
Την Πέμπτη 26/12 καθώς και την Πέμπτη 2/1 δεν θα πραγματοποιηθούν μαθήματα.
Το σύνολο των ωρών παραμένει ως έχει και έτσι η διάρκεια του Σεμιναρίου Δημιουργικής Γραφής θα είναι 20 ώρες, ενώ στο τέλος θα κυκλοφορήσει Συλλογή Διηγημάτων με κείμενα από όλους τους συμμετέχοντες.

Για δηλώσεις συμμετοχής μπορείτε να συνεχίσετε να έρχεστε στα γραφεία των εκδόσεων μας (Αραχώβης 35, Εξάρχεια) ή να μας τηλεφωνείτε (210/3616343) μέχρι τις 31 Οκτωβρίου.

Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2013

Παρατήρηση



  του Σπύρου Αναγνωστόπουλου          
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)                      


Το Φως του ήλιου διαπερνούσε τα βλέφαρα μου. Ίσα-ίσα που είχα ξυπνήσει. Κοίταξα το ρολόι μου έγραφε 11.30 η ώρα. Πήγα λοιπόν να αλλάξω πλευρό να συνεχίσω τον ύπνο μου μιας και ήταν νωρίς για Σάββατο, έπρεπε να ξεκουραστώ κ’ άλλο αλά ήταν ήδη αργά. Άσχημες σκέψεις είχαν μπει στο κεφάλι μου όπως συμβαίνει τις 3 τελευταίες εβδομάδες. Αναμνήσεις μαζί με τα φορτισμένα συναισθήματα τους που δεν μπορούν πια λόγω των συνθηκών να εκφορτιστούν με κατέκλυζαν. Στο πρώτο τσιγάρο με τον πρωινό καφέ έμπαινα λοιπόν στον κόσμο των ψυχολογικών μου βασανιστηρίων. Έτσι ξεκίνησε η μέρα μου, έτσι με τέτοια ψυχολογία κοίταξα τον ήλιο της ημέρας.
    
Έκπληκτος με τον ίδιο μου τον εαυτό για το πόσο βαρύς και ασήκωτος αισθανόμουν ενώ καλά καλά δεν είχα ξυπνήσει άρχισα να ψάχνω ένα τρόπο να φύγει αυτό το πράγμα από πάνω μου. Δεν ήθελα να πω τι με έθλιβε ή τι δύσκολη κατάσταση είχα περάσει αλλά να περάσω όπως εγώ θεωρώ καλά, μέσω μιας συζήτησης  να βρω κάτι ενδιαφέρον να στραφεί η σκέψη μου σε κάποιο άλλο θέμα, να χαλαρώσει σχεδόν ασυνείδητα η οπτική γωνία που είχα γι’ αυτό που έχασα. Η λύση βρέθηκε στο να πάρω τηλέφωνο ένα φίλο που είχα καιρό να δω. Πίστευα ότι μια φιλοσοφική συζήτηση μαζί του θα με βοηθούσε πραγματικά. Το απόγευμα όπως είχαμε κανονίσει βρεθήκαμε. Όταν έφτασα ο φίλος ήταν ήδη εκεί και με περίμενε. Τον χαιρέτησα και το αυθόρμητο γέλιο δεν άργησε να έρθει και από τις δύο μεριές( αυτό το ζεστό χαμόγελο που είναι γεμάτο εμπιστοσύνη γι’ αυτόν που βλέπεις). Καθίσαμε στην κοντινότερη καφετέρια από εκεί που συναντηθήκαμε λόγω της προσμονής και των δύο για μια ενδιαφέρουσα, ποικίλης θεματολογίας κουβέντα.

Σήμερα θα εξομολογηθείς μου είπε ενώ παραγγέλναμε με ένα ύφος κατανόησης και ένα τόνο χιουμοριστικού κυνισμού. Αυτή η πρόταση έφτασε για να μου φτιάξει τη διάθεση και να ξεκινήσουμε να μιλάμε για θέματα που μας αφορούσαν και το κυριότερο μας έκαναν να νοιώθουμε ωραία που είχαμε βρεθεί. Η συζήτηση που διήρκησε πολλές ώρες κυμαινόταν γύρω από το ζήτημα του εγώ. Της εικόνας που δημιουργούμε μέσα από φίλτρα για εμάς και για τους ανθρώπους γύρω μας. Με αναφορές σε ανθρώπους που έγραψαν γι’ αυτά τα θέματα, με εμπειρίες προσωπικές, εικόνες-γεγονότα της ιστορίας οι ώρες περνούσαν, το θέμα συζήτησης μας εξελισσόταν <<έτσι τουλάχιστον θέλαμε να πιστεύουμε>> και ο καφές αντικαταστάθηκε από ποτήρια κρασιού, όλα αυτά βέβαια με τη βοήθεια της ζωντανής ρεμπέτικης μουσικής που είχε το μαγαζί.Το τελευταίο θέμα που αγγίξαμε από ότι θυμάμαι και λέω αγγίξαμε γιατί είναι δύσκολο να αναλυθεί σε βάθος ήταν το συναίσθημα της αυτολύπησης. Ο πόνος που μας διακατέχει, πως σε διάφορες καταστάσεις κυριευόμαστε από λύπη για τον εαυτό μας. Το αίσθημα μοναξιάς, φόβου για το άγνωστο που έρχεται, για το μίσος προς όλους κυρίως προς τον εαυτό μας. Οι συνέπειες που όλες αυτές οι αντιδράσεις έχουν γεμάτες αλαζονεία και αγκάλιασμα σφιχτό της θλίψης μας. Όλα μέσα σε ένα φάσμα μαύρο.Στο τέλος της βραδιάς περπατάγαμε γεμάτοι σιωπή να πάρουμε το τρένο της επιστροφής. Αποχαιρετιστήκαμε και πήγε ο καθένας προς την κατεύθυνση του. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου σκεφτόμουν τις ιδέες προς σκέψη, διαμόρφωση των ήδη σκέψεων που απέκτησα κουβεντιάζοντας με ένα καλό φίλο. Ένα πράγμα μόνο με έκανε να απορώ με την προηγούμενη μέρα ( είχε περάσει 12 μμ το ρολόι). Του είχα τελικά εκμυστηρευτεί τι με βασάνιζε;

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Omne Βonum Τrium (μτφρ: όλα τα καλά πράγματα είναι τρία)



της Ευτυχίας Φράγκου
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013) 

(Σεπτέμβριος 1998/ Αλεξανδρούπολη…)
 Ένιωθε τα πόδια της να μην την στηρίζουν, η μητέρα της τη σταύρωσε όπως έκανε κάθε πρωί, ενώ την κυνηγούσε με το γάλα στο χέρι... Την ξεπροβόδισε, τη φίλησε και μονολόγησε “Καλή χρονιά πριγκιπέσα μου...”
Η πριγκιπέσα ένιωθε τα μάτια της να καίνε... Το σώμα της να πονάει.
3η Λυκείου. Πλέον στην Αλεξανδρούπολη. Μακριά από το Αρσάκειο. Μακριά από τον Μίκυ, τη Μίνι, τον Καμμένο, την Φώκια, μακριά από τους φίλους με τους οποίους μεγάλωσε και όλα αυτά γιατί ο πατέρας της πήρε έδρα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο, στο τμήμα της Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής.
 Σκέφτηκε να μην πάει καθόλου. Σκέφτηκε να εξαφανιστεί. Να πάει στο αεροδρόμιο και να γυρίσει στην Αθήνα.
Έβαλε ακουστικά. Ακουγόντουσαν οι Guns n' Roses “Don't cry”...
 Τα δάκρυα έτρεχαν.
Οι σκέψεις έτρεχαν.
Τα πόδια της έτρεχαν.
 Της ήρθε αναγούλα. Στεναχώρια με γεύση από γάλα που μόλις είχε πιει...
 Μπήκε στο προαύλιο, νόμιζε ότι θα σωριαστεί. 100 ζευγάρια μάτια έπεσαν πάνω της. Ένιωθε την ενέργειά τους. Η καινούρια 17χρονη Άλκηστις. Ψηλή, αδύνατη. Τα μαλλιά της πολύ μακριά καστανά τα είχε λιτά στους ώμους.. Δεν είναι μόνο η εκτυφλωτική της ομορφιά. Είναι αυτή η λάμψη της... Είναι από αυτούς τους ανθρώπους που όταν τους γνωρίζεις ξέρεις ότι δεν πρόκειται να ζήσουν μια συμβατική ζωή. Από τους ανθρώπους που ξέρεις ότι θα αλλάξουν την ζωή και πολλών άλλων ανθρώπων.. Όταν χαμογελάει τα μάτια της γίνονται τελείως σκιστά, και τότε ακριβώς είναι που μπορεί να κατακτήσει τα πάντα.
'Εχει ακόμα τα ακουστικά στα αυτιά της, τα βγάζει νωχελικά, ενώ το βλέμμα της είναι στα πετροπλυμένα μαύρα Σταράκια της. Γνωρίζει ότι όλοι την κοιτάζουν. Γνωρίζει και τη δύναμη που μπορεί και ασκεί πάνω στους ανθρώπους, αλλά ακόμα δεν έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος…
 Τα υπόλοιπα παιδιά φυσικά και γνωρίζονται όλα μεταξύ τους. Ο Άλκης, ο Ορέστης, και ο Γιάννης κλωτσάνε μια μπάλα, όλοι μιλάνε, γελάνε κάποιοι σπρώχνονται…Δείχνουν με τη στάση τους ότι έχουν πάψει πια να είναι μέρος του σχολείου. Είναι οι μεγάλοι, δεν είναι πια παιδιά.. Τα αγόρια πλέον ξυρίζουν το μουστάκι τους, κάποιοι ψιλοκαπνίζουν ενώ τα κορίτσια είναι πλέον σχηματισμένες ολοκληρωμένες γυναίκες.. Μία παρέα σχολιάζει επικριτικά τη μόνη καινούρια της τάξης. Αυτή είναι η Άλκηστις…
Μπαίνει στη σειρά. Θέλει να τρέξει και να σηκωθεί να φύγει. Δίνει κουράγιο στον εαυτό της όπως έκανε μικρή: “Κουράγιο πριγκιπέσα, κουράγιο, μια χρονιά είναι θα περάσει”.  Μόλις τελειώνει ο αγιασμός ανεβαίνουν στην αίθουσα. Στις σκάλες της χαμογελάει ο Άλκης...
 Ο Άλκης ήταν ο καλλιτέχνης του σχολείο. Έχει μακριά μαλλιά, τεράστια καταγάλανα μάτια και  θέλει να αλλάξει τον κόσμο. Όνειρο του είναι να ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο… Διαβάζει Αριστοτέλη και ντρέπεται να το λέει.
Στα 17 δεν είναι και από αυτά που τα λες με καμάρι. Όταν οι περισσότεροι το πιο εξωσχολικό που διαβάζουν είναι κανένα playboy με τα γυμνόστηθα κορίτσια που σβήνουν λίγη από την κάψα των ορμονών που σε τρελαίνουν...
 «Καινούρια είσαι;»
«Ναι…»
«Καλωσήρθες… Ναι ρε παιδιά πείτε κάτι.. Δεν είμαστε τόσο μαλάκες πάντα. Πώς σε λένε;»
«Άλκηστις»
«Ωραίο όνομα...Λες το δικό μου να είναι το αρσενικό του δικού σου ονόματος; Γιατί με λένε Άλκη… Ε.. Αυτός είναι ο Ορέστης και αυτός ο Γιάννης»
«Ρε Άλκη τι μαλακίες λες στην κοπέλα;» τον τσίγκλισε ο Ορέστης...
 Η Άλκηστις έσκασε το πρώτο μειδίαμα της ημέρας... Ένιωσε τη ζέστη της φωνής του Άλκη, τη ζέστη του σώματός του.  Ήθελε να τον αγκαλιάσει... Εκεί που είχε μυρμηγκιάσει το σώμα της όλο, της μίλησε χαμηλόφωνα.
«Δείχνεις χλωμή. Μη μασάς. Εγώ είμαι εδώ. Δεν θα αφήσω να σε πειράξει κανείς...»
Του έγνεψε καταφατικά. Δεν μπόρεσε να καταλάβει εκείνη τη στιγμή την ορμητικότητα και την προστατευτικότητα του Άλκη. Ούτε αυτό το αλλοπρόσαλο της ρημαδοζωής που έλεγε και η γιαγιά Άλκηστις. Με κάποιους ελάχιστους ανθρώπους στη ζωή για έναν ανεξήγητο λόγο, ο χρόνος καταργείται. Είναι σαν να τους ξέρεις. Σαν να σε ξέρουν από πάντα. Σαν να έχουν ήδη ειπωθεί τα ανείπωτα. Κουμπώνουν όλα. Το ηχόχρωμα των φωνών, οι ανάσες, το χιούμορ...
Αυτό είναι κάτι που θα το καταλάβαινε πολλά χρόνια αργότερα.
 Χρειάστηκε μερικά διαλείμματα και μερικές μέρες για να γίνουν αχώριστοι. Όχι μόνο η Άλκηστις και ο Άλκης αλλά και ο Ορέστης και ο Γιάννης. Οι τρεις άντρες έγιναν οι τρεις σωματοφύλακες της!!
 Ο Γιάννης ήταν ο άντρας, ο αλήτης της παρέας. Ψηλός, αθλητικός, δυναμικός αν και λίγο αψύς. Δεν του άρεσε το διάβασμα και το σχολείο αν και λόγω της Άλκηστις θα προσπαθήσει γιατί θα θελήσει να την εντυπωσιάσει. Ο Ορέστης ήταν ο πιο απόμακρος, ο πιο σιωπηλός, ο πιο μοναχικός. Λάτρευε τα ζώα και τη φύση… Λάτρευε τα δελφίνια, τους δεινόσαυρους, τα άλογα, το πράσινο… Αγαπούσε τα ζώα και τη φύση πιο πολύ ίσως και από τους ίδιους τους ανθρώπους..
 Οι τρεις σωματοφύλακες κάθε πρωί περνάγανε και την παίρνανε από το σπίτι της, χτύπαγαν το κουδούνι της και λέγανε «Οι τρεις σωματοφύλακες είμαστε»,  παίρνανε τυρόπιτες από το φούρνο, καβαλάγανε τα ποδήλατα και πηγαίνανε σχολείο… Μετά την πηγαίνανε στα μαθήματα χορού.. Η Άλκηστις λάτρευε το χορό, λάτρευε την κίνηση, και αυτοί οι 3 τη χαζεύανε πίσω από τα τζάμια της Σχολής Αθανασιάδη. Κυρίως όμως είχε αρχίσει ήδη να λατρεύει τους τρεις πιο σημαντικούς άντρες της ζωής της… Τους τρεις σωματοφύλακες…
Η Άλκηστις τους έκανε να αγαπήσουν το διάβασμα… Τους δάνειζε τα βιβλία από την βιβλιοθήκη του πατέρα της, βιβλία του Φρόυντ, του Μπέκετ, του Ντοστογιέφσκι και του Τσέχωφ. Αφού ο καθένας τους είχε τελειώσει το βιβλίο το αναλύαν με τις ώρες. Τσακωνόντουσαν ακόμα και για τις επιλογές των ηρώων. Τους έλεγε πολλές φορές “Μπορείτε να με φωνάζετε Όλια, είμαι μία από τις Τρεις Αδελφές” και έσκαγαν στα γέλια.
Τους μεταμόρφωσε, όπως μεταμορφώνονται οι άνθρωποι όταν αφήνονται, όταν παραδίνουν την καρδιά τους.  Τους έγραφε κασέτες ροκ, και καθόντουσαν με τις ώρες και μιλάγανε για τα πάντα… Τις Κυριακές πηγαίνανε με μηχανάκια μέχρι τη Μαρώνεια κάνανε μπάνιο, και αράζαν στο κτήμα του Γιάννη. Παίζανε επιτραπέζια. Scrabble, Monopoly, taboo, παίζανε χαρτιά κυρίως ξερή και πλακωτό στο τάβλι. Στη θάλασσα παραβγαίνανε στο κολύμπι και βουτάγαν από τους βράχους της Μαρώνειας όλοι μαζί πιασμένοι χέρι- χέρι. Στο κτήμα του Γιάννη μετά τις Πανελλήνιες 8 μήνες μετά τη γνωριμία τους, βλέπανε ταινίες με Charlie Chaplin, ταινίες του Felini και του Tarkovsky.
 Δεν υπήρχε άλλη γυναίκα για αυτούς. Απομακρύνθηκαν από τους υπόλοιπους φίλους και από όλους εκείνους που μισούσαν την Άλκηστη. Κάποιοι τη λέγανε «πρωτευουσιάνα», «αλλόκοτη», ενώ ακόμα και κάποιοι γονείς δεν έχαναν την ευκαιρία να θεωρούν περίεργο και ύποπτο ότι κάνει παρέα μόνο με άντρες… Δεν έλειπαν και αυτές οι γλώσσες που έλεγαν ότι απλά είναι «μια κωλοπετσωμένη Αθηναία πουτάνα». Οι σωματοφύλακες της δεν δέχονταν μύγα στο σπαθί τους για την Άλκηστη τους… Μάλωναν, κοντράρονταν, επιτίθονταν σε οποιονδήποτε έπιανε στο στόμα τους την δική τους Άλκηστη..
Ήταν και οι τρεις κρυφά ερωτευμένοι μαζί της, με έναν πολύ ιδιότυπο, διαφορετικό για τον καθένα τρόπο. Ήταν μαγεμένοι μαζί της, και αυτή είχε κατορθώσει να τους κάνει να βγάλουν τον καλύτερο τους εαυτό… Είχαν γίνει οι καλύτεροι μαθητές, οι καθηγητές ήταν ενθουσιασμένοι μαζί τους και η επιτυχία στις Πανελλήνιες μάλλον ήταν δεδομένη...
 Όταν μιλάγανε για τον έρωτα,η  Άλκηστις σηκωνόταν όρθια, άλλαζε τη φωνή της περιπαιχτικά και τους έλεγε πως δεν πιστεύει σε αυτόν τον εγκόσμιο ταπεινό έρωτα, πως αυτά είναι επινοήσεις των μεγάλων που απλά περιπλέκουν τη ζωή…
 Μία μέρα στο κτήμα του Γιάννη βγάλανε ένα χαρτί και συμφωνήσανε να ταξιδέψουνε μέχρι την άλλη άκρη του κόσμου, να φτάσουνε μέχρι τις Ινδίες. Υπογράψανε όλοι, κλείσανε το χαρτί σε ένα φάκελο και βάλανε το φάκελο σε ένα παλιό μπαούλο στο σπίτι του Γιάννη…
Όπως και στο μυθιστόρημα του Δουμά στους Τρεις σωματοφύλακες, ο Άλκης, ο Ορέστης και ο Γιάννης σαν να είναι ο Άθως, ο Πόρθος και ο Άραμις… Έδωσαν τα χέρια και απλά υποσχέθηκαν «Ένας για όλους και Όλοι για έναν», μόνο που σε αυτή την ιστορία στην υπόσχεση μπήκε και μια γυναίκα…
Εκείνη γύρισε και τους είπε με το γνωστό της ναζιάρικο ύφος με το οποίο λιώνανε “Omne Bonum Trium”... (όλα τα καλά πράγματα είναι τρία) και αυτοί το βρήκαν μεγαλοφυές. Και υποσχέθηκαν να κάνουν όλοι το ίδιο τατουάζ με αυτή την καινούρια κωδικοποιημένη φράση, που συμπύκνωνε την τριπλή τους αγάπη για την Άλκηστη...

ΙΝΔΙΑ 2010
12 χρόνια μετά από την πρώτη συνάντηση τους, όλα έχουν αλλάξει.. Έχουν πάψει να βρίσκονται δεν είναι ότι έχουν μαλώσει, είναι ότι κάτι έχει σπάσει.. Όσο ήταν φοιτητές η Άλκηστις και ο Άλκης έγιναν ζευγάρι και παρότι μετά χώρισαν εκλείφθηκε σαν προδοσία από τους άλλους δύο σωματοφύλακες… Και χωρίς καυγά, χωρίς μελοδραματισμούς απλά ξέκοψαν… Ίσως γιατί όταν ο πόνος είναι πραγματικά μεγάλος, δεν υπάρχει τρόπος να τον αποτυπώσεις και σιωπάς.
Και όμως ήταν γραφτό να ξαναβρεθούν.
Από την Αθήνα, στην Αλεξανδρούπολη στην Ινδία, στο Νέο Δελχί. Οι ιστορίες τεσσάρων ανθρώπων που ταξιδέψανε μέχρι την Ινδία και ξαναβρεθήκανε στην Ινδία για να εκπληρώσουν το παιδικό όνειρο. Όταν το κάρμα των ανθρώπων, όταν τα γραμμένα έχουν κανονίσει για τις ζωές των ανθρώπων τότε η γη δεν είναι πολύ μεγάλη, είναι μάλλον μικρή και τους φέρνει μ’ έναν μαγικό τρόπο στον ίδιο τόπο, την ίδια στιγμή… Είναι το κισμέτ, είναι η δύναμη του μυαλού ή μήπως είναι η υποσυνείδητη ανάγκη τους να βρεθούν ξανά μαζί;
Για πρώτη φορά το ποιος θα κατακτήσει την Άλκηστη δεν έχει σημασία, αυτό που μετράει πλέον είναι απλά να την κρατήσουν εδώ… Και η παιδική υπόσχεση ότι μαζί θα γυρίσουν τον κόσμο για να φτάσουν μέχρι τις Ινδίες παίρνει σάρκα και οστά… Καλκούτα, Βομβάη, Νέο Δελχί, Γάγγης.
Θα επιβιβαστούν όλοι για το Μεγάλο Ταξίδι;