Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2013

Μια νύχτα στην όπερα



                        

του Νίκου Χατζηαθανασίου
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)





Ήταν ήδη 7:35 και η παράσταση άρχιζε στις 8. Τον είχε στήσει 20 λεπτά. Κλασσική γυναίκα σκέφτηκε. Μόνο που δεν ήταν. Δηλαδή ήταν, αλλά δεν ήταν σαν τις άλλες. Έτσι ήθελε να πιστεύει, τουλάχιστον. Αυτός είχε ξαναπάει στην όπερα. Στην Βιέννη βέβαια, αλλά δεν είχε σημασία. Σημασία είχε ότι θα πήγαινε μαζί της. Με τα κουστούμια και τις γραβάτες του αυτός, με τα φορέματα και της γόβες της εκείνη. Και το κραγιόν το κόκκινο. Όλη η εμπειρία. Κοίταξε για πολλοστή φορά το ρολόι του. "Θα την σκίσω" μουρμούρισε μέσα απ’ τα δόντια του κι αμέσως χαμογέλασε αυτάρεσκα, ίσως με την σκέψη ότι μπορεί και να το έκανε στα αλήθεια, αργότερα εκείνο το βράδυ. Με την καλή έννοια. Την πρόστυχη δηλαδή, αλλά  καλή για αυτόν σίγουρα - και για εκείνη, γιατί όχι; Είδε μια γυναικεία, καλοντυμένη σιλουέτα να έρχεται προς το μέρος του. "Αυτή θα ναι" σκέφτηκε κι ίσιωσε τη γραβάτα του. Ετοιμάστηκε να της δώσει το τριαντάφυλλο καθώς εκείνη τον πλησίαζε με γρήγορο βήμα αλλά τελευταία στιγμή κατάλαβε πως δεν ήταν αυτή που περίμενε. Τον προσπέρασε κι εκείνος χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο, γύρισε για να ελέγξει τον κώλο της.

"Καλό κομμάτι, έ μαν;" άκουσε μια λεπτή, σχεδόν παιδική, γυναικεία φωνή από πίσω του.
-"Καλώς την Στρουμφίτα" απάντησε χωρίς να γυρίσει. "Καλό είναι, δε λέω αλλά έχω δει και καλύτερα. Καλοσύνη σου που μας θυμήθηκες..."
-"Ρε, σόρι ειλικρινά δε φταίω εγώ. Άκου να δεις τι έγινε..." άρχισε να λέει εκείνη αλλά την διέκοψε το βλέμμα του καθώς γύρισε και την κοίταξε για πρώτη φορά. "Τι; τι έχω; Έλα πες, τόσο χάλια είμαι; Βάφτηκα πολύ ε; Το κραγιόν; Δεν σ' αρέσει το κραγιόν; Τα τακούνια! Το 'ξερα ρε γαμώτο! Και σε ρώτησα αν θα χεις πρόβλημα"
-"Θα το βουλώσεις επιτέλους να με αφήσεις να σε θαυμάσω μέσα στη σιωπή για δύο γαμημένα δευτερόλεπτα ή θα αναγκαστώ να αναλάβω πρωτοβουλία και να στο βουλώσω εγώ;"
-"Για προσπάθησε να σε δούμε" απάντησε αμέσως εκείνη. Του άρεσε που ήταν εύστροφη και ετοιμόλογη.
-"Ε αφού δεν μου αφήνεις κι εμένα άλλα περιθώρια..." της είπε και την πλησίασε πιάνοντάς την παράλληλα από την μέση "σκύψε λίγο να σου πω κάτι".

Αν έπαιζαν σε χολιγουντιανή αισθηματική κομεντί θα ήταν το πιο όμορφο φιλί στην ιστορία του κινηματογράφου. Το πιο παθιασμένο φιλί στην ιστορία των παθιασμένων φιλιών. Από αυτά τα φιλιά όπου εκείνη γέρνει ολόκληρη πάνω στον καλό της και σηκώνει το ένα της πόδι ενστικτωδώς. Από αυτά που πάνω από το ζευγάρι σκάνε πυροτεχνήματα και από πίσω παίζει το "when the moon hits your eye like a big pizza pie, that's amore". Ξαφνικά οι λάμψεις από τα πυροτεχνήματα έσβησαν, η βελόνα του πικ απ έκοψε με ένα βίαιο ξύσιμο μια φράση του Ντιν Μάρτιν στη μέση και το πόδι έμεινε μετέωρο και απορημένο.
-"Και τώρα που το βγάλαμε κι αυτό απ' τη μέση, πάμε μέσα γιατί έχουμε αργήσει; Χτυπάει το πρώτο καμπανάκι όπου να ναι"
Το βλέμμα της ήταν κάτι ανάμεσα σε λιωμένη μαρμελάδα και θυμωμένο ταύρο. Δεν ήξερε αν ήθελε να τον χτυπήσει ή να τον ξαναφιλήσει. Μάλλον δεν ήξερε με ποιά σειρά ήθελε να τα κάνει. Και δεν θα μάθαινε και ποτέ γιατί δεν της άφησε τα περιθώρια. Της έβαλε το τριαντάφυλλο στο χέρι, της έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και την έπιασε αγκαζέ, οδηγώντας την στο φουαγιέ με βήμα ταχύ.
-"Σιγά παιδάκι μου, θα με σκοτώσεις, Πιο ήρεμα. Φοράω τακούνια λέμε"
-"Ναι, κάτι πήρε το μάτι μου. Δικό σου πρόβλημα, να μην φορούσες. Αλλά ξέρω γιατί τα βαλες. Ήθελες να με κάνεις να φαίνομαι κοντός δίπλα σου."
-"Παιδί μου, πας καλά; 'Έχεις προβλήματα μου φαίνεται, ε; Να πας σε κάνα ψυχολόγο να στα λύσει."
-"Δεν τους μπορώ τους ψυχολόγους. Είναι φαντασμένοι, υπερεκτιμημένοι και νομίζω ότι κουβαλάνε πιο πολλά προβλήματα από αυτά που υποτίθεται προσπαθούν να λύσουν."
Εκείνη προτίμησε να μην απαντήσει, γιατί ήξερε πως ότι και να έλεγε θα έβρισκε κάτι εξυπνακίστικο να της απαντήσει και απλά θα την νευρίαζε περισσότερο. Άλλωστε ήξερε ότι της κάνει πλάκα. Της άρεσε αυτό. Της άρεσε που την έκανε να γελάει και ταυτόχρονα την εξωθούσε στα άκρα της. Ναι, αν κάτι της άρεσε σε αυτόν σίγουρα δεν ήταν το μουστάκι του αλλά το χιούμορ και το πνεύμα του. Ίσως και το μουστάκι του, άβυσσος η ψυχή της γυναίκας. Και παρ' όλο που ήταν η πρώτη φορά που συναντιόνταν από κοντά, παρόλο που δεν είχε δει ο ένας τον άλλον παρά μόνο σε φωτογραφίες, παρ' όλο που δεν είχαν ακούσει ο ένας τη φωνή του άλλου περισσότερες από μία φορά, αν τους παρατηρούσε κανείς θα νόμιζε πως είναι ζευγάρι καιρό. Και ερωτευμένο μάλιστα.

Αυτή την εντύπωση μου άφησαν καθώς τους είδα να χάνονται από το φουαγιέ μέσα στην αίθουσα πιασμένοι αγκαλιά, εκείνη γερμένη πάνω του κι εκείνος να την κοιτάει τρυφερά. Τους κοιτούσα και τους χαιρόμουν, τους ζήλευα ακόμα ίσως, ενώ εγώ ακόμα περίμενα την δική μου ντάμα να έρθει έξω από την είσοδο του θεάτρου. Είχε πάει 8 παρά 10 και ο κόμπος στο στομάχι μου γινόταν όλο και μεγαλύτερος. Τότε χτύπησε το κινητό μου. Μήνυμα. Από εκείνη. Το διάβασα ατάραχος σχεδόν. Για κάποιο λόγο, ανεξήγητο, το περίμενα. Δεν ξαφνιάστηκα καθόλου. Το μόνο που με ξάφνιασε ήταν αυτή ακριβώς η κυνική συνειδητοποίηση. Το ήξερα ότι δεν θα ερχόταν ποτέ. Αλλά είχα πάει. Ντυμένος στην πένα. Για εκείνη. Με το λουλούδι στο χέρι. Για εκείνη κι αυτό.  "Δεν θα έρθω. Ήθελα πολύ αλήθεια, αλλά δεν μπόρεσα. Ελπίζω να καταλάβεις. Μην με πάρεις τηλ. Τα λέμε". Απλό, χωρίς να αφήνει περιθώρια για αντίλογο.

Κοίταξα το λουλούδι. Μια κοπέλα περνούσε εκείνη την ώρα. Την σταμάτησα και της το έδωσα. Εκείνη ξαφνιάστηκε λίγο, ίσως τρόμαξε αλλά το πήρε δίνοντας μου για αντάλλαγμα ένα πλατύ, όμορφο χαμόγελο. Της χαμογέλασα κι εγώ. "Η ζωή συνεχίζεται ψηλέ" είπα στον εαυτό μου, χωρίς πολλή διάθεση να το πιστέψω. Έβαλα το χέρι στην τσέπη και έβγαλα τα εισιτήρια. Φώναξα στην κοπέλα, που μόλις είχα δώσει το λουλούδι: "Σου αρέσει η όπερα;" Εκείνη γύρισε και με κοίταξε απορημένη. "Έχω ένα επιπλέον εισιτήριο, και αναρωτιόμουν αν... Τι λέω; προφανώς θα έχεις κάτι καλύτερο να κάνεις. Και σιγά μην πας με έναν άγνωστο στην όπερα, έτσι στα καλά καθούμενα. Απλά είπα να δοκιμάσω την τύχη μου μια τελευταία φορά σήμερα πριν αποδεχτώ ότι με εγκατέλειψε οριστικά."
-"Δεν έχω πάει ποτέ. Αλλά πάντα ήθελα" είπε εκείνη διστακτικά. Κούνησα τα εισιτήρια στον αέρα.
-"Λένε ότι όταν σου παρουσιάζεται μια ευκαιρία, πρέπει να την αρπάζεις. Σου υπόσχομαι δεν δαγκώνω. Να, κοίτα πως είμαι ντυμένος. Σου 'δωσα και το λουλούδι..."
-"Ελπίζω να μην είσαι κανένας ανώμαλος, που φοράει κουστούμι και στήνεται έξω από την όπερα, κρατώντας 2 εισιτήρια και ένα λουλούδι μόνο και μόνο για να αποπλανήσει αθώες κοπέλες". Γέλασα.
 -"Όχι δεν είμαι, σου δίνω τον λόγο της προσκοπικής μου τιμής!"
-"Άμα είναι έτσι...φαίνεται πως η τύχη, σου χαμογέλασε." είπε και μου έκλεισε το μάτι. "Α και μη σκας, εκείνη χάνει."

Το τελευταίο καμπανάκι ακούστηκε. Την έπιασα αγκαζέ και μπήκαμε μέσα. Ίσα που προλάβαμε να μπούμε και να βρούμε τις θέσεις μας, πριν σβήσουν τα φώτα και αρχίσει η μουσική. Με τη άκρη του ματιού μου πρόλαβα να δω το ζευγάρι που παρατηρούσα πριν, στην είσοδο, δυο θέσεις πιο κει. Της ψιθύριζε κάτι στο αυτί. Τότε έστρεψε το βλέμμα του πάνω μου. Με κοίταξε επίμονα. Φάνηκε να με αναγνωρίζει. Το βλέμμα του είχε κάτι το καθησυχαστικό. Μια ανείπωτη, βαθιά κατανόηση. Το πρόσωπο του μου φάνηκε απόκοσμα ήρεμο και εκπληκτικά γνωστό. Για μια στιγμή, μου φάνηκε πως κοιτούσα μέσα σε καθρέφτη. Μου έκλεισε το μάτι την στιγμή που η ορχήστρα έπαιξε την πρώτη νότα και γύρισε προς την σκηνή. 







Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

ΑΓΩΝΙΑ



της Πετρούλας Χασιώτη
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013) 


Ώρα 9:00πμ
  Τα μαύρα της μάτια κοιτάζουν ανέκφραστα την αυλή του μικρού της σπιτιού, ενώ ο αέρας ανακατεύει στοργικά τα καστανά μαλλιά της.Χοντρές νυφάδες χιονιού ξεκουράζονται στιγμιαία στο χλωμό πρόσωπό της κι έπειτα λιώνουν. Καθισμένη στα σκαλιά της εισόδου προσπαθεί να βάλει σε τάξη αυτά που σκέφτεται και νιώθει. Δίπλα της ακουμπισμένος ο μεγάλος σάκος με όλα όσα θα χρειαστεί σήμερα.Τα τσεκάρει στο μυαλό της ένα-ένα, είναι όλα εκεί.''Πρέπει να τα καταφέρω'' σκέφτεται ξανά και ξανά. Είναι η πιο σημαντική παράσταση!
Ώρα 10:00πμ
  Περνάει την μεγάλη πύλη της σχολής χορού και περπατάει σταθερά προς την αίθουσα.Μαζεύει τα μαλλιά της αυστηρό κότσο,δένει τις σατέν κορδέλες γύρω από τους αστραγάλους της και ξεκινάει το ζέσταμα.Δύο ώρες μετά η πρόβα είχε τελειώσει.Όταν έμεινε μόνη στην αίθουσα έβαλε μουσική και ξαναπρόβαρε το σόλο της για να είναι σίγουρη για τον ευατό της. Το ξαναέκανε. Και έπειτα πάλι. ''Έύα'', άκουσε μια φωνή και σταμάτησε απότομα, ''Τί κάνεις ακόμα εδώ;'' τη ρώτησε η καθηγήτριά της. ''Εγώ,εε..,έκανα...πρόβα'', κατάφερε να πει λαχανιασμένα. ''Πρέπει να ξεκουραστείς, είναι σημαντική μέρα για σένα.'' Εκείνη η παράσταση δεν ήταν η πρώτη της Εύας, πέρασε πολλές ώρες και πολλές παραστάσεις, εδώ και 13 χρόνια, ως πρώτη χορεύτρια στη σχολή χορού της γειτονιάς της.Όμως, εκείνη η παράσταση θα καθόριζε την καριέρα της.Εκπρόσωποι από τις μεγαλύτερες σχολές χορού της Ευρώπης θα παρακολουθούσαν την παράσταση που διοργάνωναν σε συνεργασία όλες οι σχολές χορού τις χώρας.Οι καλύτεροι χορευτές της χώρας περίμεναν προτάσεις από ξακουστά μπαλέτα. Κάποιων οι ζωές θα άλλαζαν απόψε. Η Εύα δεν απάντησε, ήθελε να συνεχίσει. ''Θα τα πας περίφημα,μην κουράζεσαι άλλο'',της είπε η δασκάλα της και γύρισε να φύγει. Σταμάτησε λίγο πριν την πόρτα, γύρισε και την κοίταξε, ακούμπησε την μπάρα και με βουρκωμένα μάτια της είπε '' Ό,τι κι αν γίνει σήμερα, αύριο, του χρόνου, όσο χαμηλά κι αν πέσεις, να θυμάσαι πάντα πως η λύση βρίσκεται εδώ'' ,και χτύπησε με την παλάμη της ανοιχτή την μπάρα. ''Εδώ θα βρεις τις απαντήσεις που ζητάς.Σημασία δεν έχει αν θα κερδίσεις,σημασία έχει αν  χάσεις να βρεις τη δύναμη να επιστρέψεις''.
Ώρα 1:00μμ
  Συνάντησε τις φίλες της από τη σχολή στο εστιατόριο.Κατά τη διάρκεια του φαγητού γελούσανε και μιλούσανε για διάφορα θέματα, όμως, μέσα τους ξέρανε πως το συναίσθημα που επικρατεί είναι το άγχος.Όσο φίλες κι αν ήτανε, οι θέσεις ήταν περιορισμένες και αυτό ενίσχυε τον ανταγωνισμό μεταξύ τους.Μετά το φαγητό ανέβηκαν στο λεωφορίο που θα τους πήγαινε στη σκηνή όπου θα χόρευαν.Το ταξίδι ήταν σύντομο αλλά τους φάνηκε αιώνας.Όταν έφτασαν κατευθήνθηκαν στα καμαρίνια όπου ξεκουράστηκαν για λίγο.Ώσπου άρχισαν οι προετοιμασίες.Καλυντικά, αξεσουάρ μαλλιών, ρούχα και παπούτσια χορού διαδέχονταν το ένα το άλλο και μία μία οι μπαλαρίνες ανέβαιναν στη σκηνή για τις τελευταίες λεπτομέρειες.
Ώρα 8:00μμ
  Η αυλαία ανοίγει και η Εύα εισπράττει το πρώτο της χειροκρότημα.Ήταν η σειρά της.Τα φώτα την τυφλώνουν και δεν μπορεί να διακρίνει το κοινό που την χειροκροτάει.Ήταν η ευκαιρία της.Το κομμάτι άρχισε να παίζει και μια αλληλουχία από βήματα έπαιρνε σάρκα και οστά πάνω στη σκηνή.Ήθελε να το ζήσει αλλά όσο το σκεφτότανε την κυρίευε το άγχος.Αποφάσισε να σταματήσει να σκέφεται. Της απόμεναν μόνο μερικά λεπτά χορού. Και τότε ξέσπασε. Η πίεση και το άγχος όλων αυτών των μηνών εξαφανίστηκαν και έδωσαν τη θέση τους σε δυναμισμό, έκφραση και αποφασιστικότητα. Την κυρίευσε το συναίσθημα,η μουσική την παρέσειρε σε περίεργα μονοπάτια, επικίνδυνα. Ώσπου έγινε κάτι ξαφνικό, άρχισε να αυτοσχεδιάζει.Είχε βγει εκτός χορογραφίας και δεν μπορούσε να το ελένξει. Ακολουθούσε απλά τα πόδια της.Ένα δυνατό χτύπημα της καρδιάς της την έκανε να καταλάβει ότι κάτι δεν πάει καλά.Από τις σκέψεις της την έβγαλε το χειροκρότημα του κοινού που ήταν τώρα πιο δυνατό από πριν.Θυμωμένη με τον εαυτό της, απογοητευμένη και καταρακωμένη από αυτό που μόλις συνέβη υποκλήθηκε και χάθηκε πίσω από μια κουίντα.
  Η ανάσα της ήταν τώρα γρήγορη και βαριά, το πρόσωπό της έκαιγε και η καρδιά της χτυπούσε σαν τρελή.Ξέσπασε σε κλάματα, βουβά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της παρασέρνοντας στο διάβα τους το μακιγιάζ της.Βουβά δάκρυα που αν είχαν φωνή θα ούρλιαζαν από πόνο και αγανάκτηση.Το σώμα της πονούσε,τα δάχτυλα των ποδιών της μάτωναν από τις πουέντ αλλά τίποτα δεν μπορούσε να συγκριθεί με τον πόνο που ένιωθε μέσα της.Κατέβηκε στο καμαρίνι της όπου την περίμεναν οι φίλες της και η δασκάλα της με αγωνία. ''Τί χάλια είναι αυτά, τι έπαθες;'', της φώναξε η Σοφία αγχωμένα. Η Εύα πέρασε δίπλα τους και με κατεβασμένο το κεφάλι ψέλισε ''Συγγνώμη..''. Η καθηγήτριά της την πλησίασε αποφασιστικά,έπιασε το πιγούνι της και την κοίταξε ευθεία στα μάτια.''Αυτή τη συγγνώμη την οφείλεις στο εαυτό σου για την εξαθλίωση με την οποία τον καταδίκασες.Από όλες εμάς,απλά συγχαρητήρια.Ο χορός σου μας μάγεψε.Αν μου είχες δείξει τις ιδέες σου θα τις ακολουθούσα πιστά.Μπράβο.Και τώρα σκούπισε τα δάκρυά σου και ετοιμάσου γιατί θα φύγουμε.Τα αποτελέσματα θα τα μάθουμε στο δρόμο.Είναι αργά''.Χειροκροτήματα και μαγεμένα βλέμματα πλυμμήρισαν το καμαρίνι.Η Εύα κοίταζε με απορία.Ένα μικρό χαμόγελο άρχισε να εμφανίζεται στα χείλη της.Το χαμόγελο μεγάλωσε, έγινε γέλιο, ξέφρενο γέλιο, γέλιο από καρδιάς.
Ώρα 11:00μμ
  Πήρε το δρόμο για το σπίτι πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας.Το χαμόγελό της πρόδιδε την ευτυχία που  την έλουζε.Την είχαν καλέσει από 2 φημισμένες σχολές χορού της Ευρώπης για οντισιόν.Είχε ελπίδες για να πραγματοποιήσει τα όνειρά της.Θα περνούσε μια ζώη πάνω στην σκηνή και θα έκανε αυτό που κάλυτερα ήξερε να κάνει, να χορεύει.Μέσα στην αφοπλιστική ησυχία του δρόμου άρχισε να χορεύει, να τρέχει, να πηδάει.Φώναζε, γελούσε, έκλαιγε.Διάσπαρτα συναισθήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο.Και ξαφνικά όλα γύρω της έγιναν πολύ φωτινά,μια στιγιαία αναλαμπή ήταν αρκετή για να χάσει την ισορροπία της.Ζαλίστηκε.Και μετά,ένας δυνατός ήχος που την πλησίαζε ολένα.Ένας εκοφαντικός θόρυβος και μετά,πόνος.Πονούσε πολύ,δεν έβλεπε,δεν άκουγε,δεν ένιωθε παρά μόνο πόνο.Δάκρυα καφτά μούσκευαν το πρόσωπό της και περίμενε,περίμενε τη συνέχεια βυθισμένη στο σκοτάδι της.
  Άνοιξε τα μάτια της αργά και όλα γύρω της ήταν λευκά και αυστηρά.Είδε τη μητέρα της να κουνάει τα χείλη της και να την κοιτάει παρακλητικά.Σιγά σιγά άρχισε να την ακούει.''Αγάπη μου, μην ανησυχείς εγώ είμαι εδώ.Έμαθα ότι έσκισες χτες,μπράβο σου.Θα κάνουμε μερικές εξετάσεις ακόμα και θα πάμε στο σπίτι μας.Είσαι κάλα;'',τη ρώτησε νευρικά.Η Εύα έγνεψε καταφατικά.''Θέλω να φύγουμε'', ψιθύρισε, ''πρέπει να κάνω πρόβα'',είπε.''Θα φύγουμε καρδιά μου''.
''Δε νιώθω τα πόδια μου'', επέμεινε,''θέλω να σηκωθώ''.Έκανε μια προσπάθεια μα μάταια.Η μητέρα της ξέσπασε σε κλάματα και της χάιδευε το πρόσωπο. Και τότε όλα γύρω της έγιναν κόκκινα,υγρά,απελπιστικά.Δε ρώτησε γιατί δεν άντεχε να ακούσει την απάντηση.Αλλά μέσα της ήξερε.Δεν θα ξαναπερπατούσε ποτέ,δε θα ξαναχόρευε.Ο κόσμος της γκρεμίστηκε σε μια στιγμή.Τη στιγμή που κάποιος απρόσεκτος οδειγός έκλεψε τόσο προκλητικά και ετσιθελικά τη ζωή της.Η καρδιά της γέμισε μίσος,θυμό,οργή και απογοήτευση.Ήταν μόνη.
  Το περιβάλλον της από το μπαλέτο την επισκέφτηκε όταν γύρισε πια στο σπίτι.Νόμιζε πως ήταν έτοιμη γι αυτό αλλά έκανε λάθος.Το ίδιο και οι κοπέλες.Αμηχανία έντυνε το σκηνικό.Τα λουλούδια και τα νευρικά χαμόγελα δεν έβγαζαν από το πλάνο το αναπηρικό καροτσάκι και τα κοιμησμένα,άλλοτε ταλαντούχα,νεαρά πόδια .Όλα είχαν τελειώσει.Το πρωί θα ξυπνούσε και θα έμενε σπίτι, και αύριο και πάντα.Πετάχτηκε από το κρεβάτι μούσκεμα από τον υδρώτα και με μάτια κλαμμένα.Ήταν ώρα να σηκωθεί.
Ώρα 9:00πμ
  Τα μαύρα της μάτια κοιτάζουν ανέκφραστα την αυλή του μικρού της σπιτιού, ενώ ο αέρας ανακατεύει στοργικά τα καστανά μαλλιά της.Χοντρές νυφάδες χιονιού ξεκουράζονται στιγμιαία στο χλωμό πρόσωπό της κι έπειτα λιώνουν. Καθισμένη στα σκαλιά της εισόδου προσπαθεί να βάλει σε τάξη αυτά που σκέφτεται και νιώθει. Δίπλα της ακουμπισμένος ο μεγάλος σάκος με όλα όσα θα χρειαστεί σήμερα.Τα τσεκάρει στο μυαλό της ένα-ένα, είναι όλα εκεί.''Πρέπει να τα καταφέρω'' σκέφτεται ξανά και ξανά. Είναι η πιο σημαντική παράσταση!Μόνο να θυμηθώ να μη γυρίσω μόνη το βράδυ.