Πέμπτη 22 Αυγούστου 2013

«Πειραιάς-Ομόνοια»



 της Γιώτας Φλώρου
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)

Σταθμός «Ομόνοια».
Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που υπάρχεις, αλλά δεν ζεις πραγματικά. Ο Δημήτρης βίωνε μία από αυτές. Δεν κατάλαβε πότε ήρθε το τρένο, ούτε πως μπήκε μέσα. Δεν ένιωσε τα σπρωξίματα των άλλων, ούτε είδε τα βλέμματα περιέργειας. Το τρένο ξεκίνησε και εκείνος είχε σταθεί σε μια γωνιά κοντά στην πόρτα. Με το βλέμμα στο κενό. Να κοιτά την πόρτα και να ακούει τον ήχο του τρένου καθώς ξεκινά και επιταχύνει και μετά καθώς τρέχει πάνω στις ράγες. Να ακούει την γυναικεία φωνή από τα μεγάφωνα να ειδοποιεί για τις στάσεις, για τα κενά στις αποβάθρες, για τις συνδέσεις με άλλα μέσα. Και να περιμένει. Να περιμένει πότε θα φτάσει το τρένο στο τέρμα. 
Επόμενος σταθμός «Πειραιάς». Τερματικός σταθμός.
Μέχρι να φτάσει το τρένο στο τέρμα είχε βρει ξανά τον εαυτό του. Όχι εντελώς. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Κατέβηκε γρήγορα από το βαγόνι. Σήκωσε το βλέμμα του ψηλά και κοίταξε το ρολόι του σταθμού. Ήταν μόλις δέκα και είκοσι το πρωί. Στάθηκε για λίγο στο ίδιο σημείο, κοιτάζοντας τον δείκτη να μετρά τα δευτερόλεπτα και ύστερα προχώρησε προς την έξοδο.
Δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσει στο σπίτι του από τόσο νωρίς. Έπρεπε να πάει κάπου αλλού πρώτα, να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς είχε συμβεί πριν από μία ώρα περίπου, να σκεφτεί πως θα πει το νέο στην οικογένειά του, στην γυναίκα και στα δύο αγόρια του.
Τα βήματα του τον οδήγησαν στη θάλασσα. Ήταν γέννημα-θρέμμα Πειραιώτης και από τότε που μεγάλωσε και άρχισε να καταλαβαίνει τον εαυτό του και τον κόσμο γύρω του, δεν υπήρχε άλλο μέρος για να πνίξει τις στεναχώριες και να πανηγυρίσει τις χαρές παρά μια βόλτα κοντά στο γαλάζιο.
Μόλις βρέθηκε στην προβλήτα της Καστέλας άναψε αμέσως τσιγάρο. Είχε κόψει το κάπνισμα εδώ και δύο χρόνια, αλλά αυτή τη στιγμή, στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν μπορούσε να καπνίσει όσα πακέτα αντιστοιχούσαν σε αυτά τα δύο χρόνια αποχής.
Περπατούσε πάνω-κάτω στην προβλήτα με το τσιγάρο στο ένα χέρι και το χαρτοφύλακα με τα χαρτιά της δουλειάς στο άλλο. Μόλις αντίκρισε τον κάδο για τα σκουπίδια βιάστηκε να τον πετάξει μέσα. Δεν θα τον χρειαζόταν πια. Πριν από μία ώρα, τον είχαν απολύσει.
Σταμάτησε απότομα να περπατά, καθώς μια φωνή μέσα στο μυαλό του τον είχε καθηλώσει. Στάθηκε ακίνητος, λες και είχε το διευθυντή της εταιρείας στην οποία μέχρι πρότινος εργαζόταν εκείνη τη στιγμή μπροστά του να του μιλάει με το σοβαρό του ύφος.
«Κύριε Οικονόμου, γνωρίζετε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εταιρεία μας τον τελευταίο χρόνο. Εκτιμούμε ότι τόσα χρόνια εργαστήκατε σκληρά για εμάς, ωστόσο, μετά λύπης θα πρέπει να σας ανακοινώσουμε τη διακοπή της συνεργασίας μας…».
Αυτά ήταν πάνω-κάτω τα λόγια του διευθυντή. Σίγουρα θα έκανε έναν πρόλογο, σίγουρα θα του αράδιασε ένα σωρό λόγια, αλλά ο Δημήτρης περίμενε με την  καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή, με τα πόδια του να τρέμουν τις λέξεις που ήρθαν και τον πόνεσαν σαν καρφιά. Το τι έγινε μετά, το θυμάται αμυδρά, σα να μην το έζησε ο ίδιος, αλλά ένας άλλος που του έμοιαζε.
Τώρα που έφερνε τα γεγονότα ξανά στο μυαλό του σαν εξωτερικός παρατηρητής, διαπίστωνε ότι έπρεπε να χειριστεί αλλιώς την κατάσταση. Δεν θα έπρεπε να έχει φύγει από το γραφείο του διευθυντή αμίλητος και ταπεινωμένος. Έπρεπε να μιλήσει, ίσως και να φωνάξει, για τα χρόνια που δούλεψε για την εταιρεία, για τα χρόνια που προφανώς δεν είχαν καμία σημασία για τους ανωτέρους του.
Έπρεπε να μιλήσει. Λόγια που θα έπεφταν στο κενό. Γιατί ήξερε. Ήξερε, αλλά ξέχασε μέσα στη σύγχυση και στην έλλειψη ψυχραιμίας. Η εταιρεία όντως δεν πήγαινε καλά. Πριν από αυτόν είχαν απολυθεί άλλοι συνάδελφοι και φίλοι του με τα διπλάσια χρόνια δουλειάς από εκείνον. Εκείνες οι μέρες των μαζικών απολύσεων, έξι μήνες πριν, ήταν οι χειρότερες για όλους.
Έφερε στο μυαλό του κινήσεις μηχανικές και βλέμματα σκοτεινά. Όσοι έφευγαν δεν κοίταζαν γύρω τους, ούτε άκουγαν τα λόγια παρηγοριάς που ήξεραν ότι ήταν για να ανακουφίσουν τον πόνο της στιγμής. Όσοι έφευγαν, άντρες και γυναίκες σαράντα και πενήντα χρονών, με μια ζωή τακτοποιημένη μέχρι τώρα έκλειναν την γυάλινη πόρτα πίσω τους με μάτια υγρά. Έκλειναν μια πόρτα και στέκονταν μπροστά στο χείλος του γκρεμού, παλεύοντας με νύχια και με δόντια να μην πέσουν. Τότε ήταν που ξεκινούσε το δράμα τους. Ένα δράμα που κανείς δε τους ρώτησε αν άντεχαν να ζήσουν. Όσοι έμεναν πίσω κοιτάζονταν μεταξύ τους συνωμοτικά και ύστερα έριχναν κλεφτές ματιές στην μαύρη πόρτα που οδηγούσε στο γραφείο του διευθυντή. Έπνιγαν την ανησυχία στα χαρτιά και στους υπολογισμούς και όσο πέρναγαν οι μέρες και δεν άκουγαν το δικό τους όνομα συνέχιζαν κανονικά τη δουλειά τους. Και όσο κρατήσει το «όνειρο». Μέχρι να τους ξυπνήσει μια φωνή που θα μετέτρεπε το όνειρο σε εφιάλτη.
Γραφεία και καρέκλες άδειαζαν κάθε μέρα. Τελικά, ξεχνούσες που καθόταν ο ένας και που ο άλλος. Σα να μην πέρασαν ποτέ από εδώ. Σα να μη υπήρξαν ποτέ στον ίδιο χώρο με σένα. Ήταν εκεί, όμως. Τα πρωινά της Δευτέρας, όταν πήγαινες να φτιάξεις καφέ σε καλημέριζαν με χαμόγελο και σε ρωτούσαν πως πέρασες το Σαββατοκύριακο. Τις Παρασκευές σε ρώταγαν τι θα κάνεις το βράδυ και σου υπενθύμιζαν το ραντεβού για φαγητό την Κυριακή το μεσημέρι. Υποσχέθηκες ότι θα τους παίρνεις κάθε μέρα τηλέφωνο. Να δεις τι κάνουν. Να σου μιλάνε για τα προβλήματα τους. Το υποσχέθηκες, αλλά θα το κάνεις; Ή μήπως φοβάσαι για το τι θα ακούσεις; Θα σου έλεγαν ότι είναι καλά, αλλά θα άκουγες το αντίθετο. Θα σου έλεγαν ότι δεν βάζουν πια το ξυπνητήρι να χτυπάει και ότι επιτέλους απολαμβάνουν τον ύπνο τα πρωινά, αλλά δεν θα τους πίστευες. Θα περνούσαν τις δυσκολότερες νύχτες της ζωής τους. Θα στριφογύριζαν στο κρεβάτι σαν τις σκέψεις που στριφογύριζαν στο μυαλό τους. Θα κοίταζαν το ταβάνι στις τέσσερις το πρωί και μετά στις πέντε και στις έξι.
Ήταν η σειρά του να ζήσει όλα όσα φανταζόταν ότι ζούσαν οι πρώην συνάδελφοι του. Ήταν αδύνατο να μη σκέφτεται αρνητικά. Όλες οι άσχημες λέξεις που ήταν κρυμμένες στις αποθήκες του μυαλού του βγήκαν και έστησαν χορό. «Αδιέξοδο», «προοπτική μηδέν», «τέλος». Ειδικά, αυτή η τελευταία λέξη εμφανιζόταν μπροστά του με κεφαλαία και με μικρά γράμματα, ασπρόμαυρη και πολύχρωμη.
Κοίταξε το ρολόι του. Είχε ήδη μεσημεριάσει. Δεν κατάλαβε πως πέρασε η ώρα και δεν είχε καν προετοιμαστεί για το πώς θα ανακοινώσει το νέο στην Ελένη, τη γυναίκα του. Η Ελένη ήταν το μεγαλύτερο του άγχος αυτή τη στιγμή γιατί τα παιδιά του πάντα τον καταλάβαιναν, ενώ εκείνη σχεδόν ποτέ. Από τότε που παντρεύτηκαν, η Ελένη σταμάτησε να δουλεύει και τα περίμενε όλα από το Δημήτρη. Εκείνος ήταν ο άντρας του σπιτιού, η κολόνα, ο κουβαλητής. Πόσες φορές δεν είχε ακούσει τις στερεότυπες αυτές λέξεις να βγαίνουν από το στόμα της; Και πόσες φορές δεν είχε νιώσει το βάρος της ευθύνης πάνω στους ώμους του;
Πήγε με τα πόδια στο σπίτι. Όταν μπήκε, το βρήκε άδειο. Γύρισε και κοίταξε σε όλα τα δωμάτια. Δεν ήταν κανείς. Μετά από λίγα λεπτά, άκουσε το κλειδί να γυρνά στην πόρτα και είδε την Ελένη να μπαίνει χαρούμενη με σακούλες από μαγαζιά. Ο Δημήτρης στάθηκε ακριβώς μπροστά της. Όταν τον είδε η χαρά της μετατράπηκε σε απορία και έκπληξη.
«Δημήτρη, τι κάνεις στο σπίτι τέτοια ώρα;», ρώτησε.
Ο Δημήτρης κατέβασε το κεφάλι του, σα να παραδεχόταν την ήττα  του. Μια ήττα σε μια μάχη άνιση.
Η σιωπή τους βρήκε στο σαλόνι. Η Ελένη καθόταν στον καναπέ, προσπαθώντας να επεξεργαστεί τις πληροφορίες που είχαν εισβάλλει σαν σίφουνας στο κεφάλι της. Ο Δημήτρης στεκόταν όρθιος και κοίταζε έξω από το παράθυρο.
«Και τώρα …τι θα κάνουμε;».
Την περίμενε αυτή την ερώτηση. Την είχε κάνει χιλιάδες φορές στον εαυτό του από το πρωί. Μα, κάθε φορά απάντηση δεν έβρισκε. Ούτε και τώρα.
«Δεν ξέρω, Ελένη. Ειλικρινά. Μη μου κάνεις τώρα αυτή την ερώτηση. Όχι σήμερα. Σε παρακαλώ».
Ο θυμός φούντωνε μέσα του. Κοίταξε την γυναίκα του που καθόταν άβουλη. Δεν είχε να πει τίποτα άλλο, δηλαδή; Πάλι όλα τα περίμενε από εκείνον; Κανονικά, τώρα έπρεπε να στέκεται δίπλα του και να του μιλά. Ή να μην λέει τίποτα, αλλά να αισθάνεται τουλάχιστον από το βλέμμα στα μάτια της ότι τον καταλαβαίνει, ότι ξέρει τι περνάει. Να ήξερε άραγε; Σίγουρα θα ήξερε, αλλά δεν θα την ένοιαζε. Όταν την ξανακοίταξε δεν πίστευε στα μάτια του. Είχε βγάλει τα ρούχα που είχε αγοράσει από τις σακούλες και τα κοίταζε. Δεν άντεχε άλλο. Έτρεξε γρήγορα προς την πόρτα, την άνοιξε και ξεχύθηκε στα σκαλιά. Η φωνή της Ελένης τον ακολούθησε μέχρι την έξοδο. «Δημήτρη, πού πας;».
Είχε βραδιάσει. Τα φώτα είχαν ανάψει και τον κύκλωναν. Σε λίγες ώρες η μεγαλύτερη μέρα της ζωής του θα έφτανε στο τέλος της. Για την ώρα καθόταν σε μια καφετέρια από το μεσημέρι. Και κάπνιζε. Κάπνιζε πολύ. Ευτυχώς που δεν τον ενόχλησε κανείς όση ώρα βρισκόταν εκεί, αν και αυτή τη φορά διέκρινε κάποια περίεργα βλέμματα.
Πειραιάς-Ομόνοια το πρωί. Ομόνοια-Πειραιάς το απόγευμα. Κάθε μέρα. Για δεκαπέντε χρόνια τώρα. Δεκαπέντε χρόνια. Όσο ήταν και ο μεγάλος του γιος. Θυμάται καλά την εποχή που τον προσέλαβαν. Ήταν ακριβώς ένα μήνα μετά τη γέννηση του γιου του. Πόση ευτυχία είχε νιώσει για αυτές τις δύο σημαντικές στιγμές που του έτυχαν μαζί.
Δεν είναι εύκολο να ξεχάσεις τη ρουτίνα, την καθημερινότητα που βιώνεις για χρόνια. Μια διαδρομή προδιαγεγραμμένη στο ίδιο πάντα βαγόνι. Στο τελευταίο. Άνθρωποι όλων των ηλικιών να μπαίνουν και να βγαίνουν στις στάσεις. Άνθρωποι με διαφορετικά προβλήματα και στεναχώριες ο καθένας. Τόσα χρόνια είχε μάθει να ξεχωρίζει  τι ένιωθαν οι γύρω του. Τόσα χρόνια είχε δει χιλιάδες πρόσωπα, όμορφα και άσχημα, αδιάφορα και ιδιαίτερα. Και κάποιες φιγούρες που με τον καιρό γίνονταν γνώριμες. Να είναι εκεί κάθε πρωί. Να μεγαλώνουν όσο περνούσαν τα χρόνια. Όπως ακριβώς μεγάλωνε και ο ίδιος.
Τώρα πια δεν θα έκανε την ίδια διαδρομή ποτέ ξανά. Θα χάνονταν τα πρόσωπα, όπως χάνονται τα βαγόνια καθώς τρέχουν να φτάσουν στον επόμενο σταθμό. Μα πάνω από όλα θα έχανε τον εαυτό του, το ήξερε από την αρχή αυτό. Τη σιγουριά, την αυτοπεποίθηση που νιώθεις όταν προσφέρεις, όταν κάνεις κάτι και το κάνεις καλά όχι μόνο για τους άλλους, αλλά και για σένα. Θα το ένιωθε ποτέ ξανά αυτό το συναίσθημα; Ήταν σαράντα πέντε χρονών και από σήμερα το πρωί ήταν άνεργος. Πόσες πιθανότητες υπήρχαν να βρει μια δουλειά, μια οποιαδήποτε δουλειά, δεν είχε σημασία πλέον; Πόσες αντοχές είχε να ψάξει ξανά από την αρχή, όπως τότε που ήταν μικρότερος;
Δεν μπορούσε να μείνει άλλο έξω. Δεν μπορούσε να αποφεύγει τη γυναίκα του. Άραγε θα το είχε πει στα αγόρια τους ή θα περίμενε πάλι από τον ίδιο να το κάνει; Έπρεπε να της μιλήσει. Έπρεπε να την κάνει να καταλάβει την κατάσταση. Ίσως θα έπρεπε να ψάξει και εκείνη για δουλειά, κάτι που έλεγε ότι θα κάνει χρόνια τώρα, αλλά ποτέ δεν έκανε. Και από την άλλη, έπρεπε να τον βοηθήσει. Τώρα την χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ. Δεν μπορούσε να το περάσει μόνος του όλο αυτό. Όσο αδιάφορη και να ήταν στα προβλήματα που τώρα δημιουργούνταν, έπρεπε να τα αντιμετωπίσει.
Όταν έφτασε στο σπίτι, τον υποδέχτηκαν τα παιδιά του. Τον αγκάλιασαν, τον φίλησαν και του είπαν να μη στεναχωριέται. Προφανώς τους είχε μιλήσει η Ελένη. Αμέσως, έφυγε ένα βάρος από πάνω του. Ρώτησε τα παιδιά που ήταν η μητέρα τους και του είπαν ότι είχε πονοκέφαλο και πήγε στο δωμάτιο τους να ξαπλώσει λίγο. Εκεί την βρήκε ο Δημήτρης, αλλά δεν ξεκουραζόταν. Μόλις τον είδε, έτρεξε να τον αγκαλιάσει.
«Συγγνώμη, Δημήτρη. Ειλικρινά, συγγνώμη!».
Αυτά ήταν τα λόγια που του είπε. Δεν χρειαζόταν να της μιλήσει, δεν χρειαζόταν να της εξηγήσει τίποτα. Μίλησε εκείνη και τα είπε όλα. Του ζητούσε συνεχώς να την συγχωρέσει. Γιατί όλα αυτά τα χρόνια τα περίμενε όλα από εκείνον, χωρίς να κάνει τίποτα, γιατί ξόδευε τα δικά του λεφτά, γιατί δεν έψαξε για μια δουλειά, όταν ήξερε ότι θα μπορούσε να βρει κάτι για να προσφέρει και εκείνη στην οικογένεια. Μα, πάνω από όλα τον διαβεβαίωνε ότι θα πέρναγαν μαζί την δύσκολη περίοδο που άρχιζε από το επόμενο πρωί. Δε θα τον άφηνε να πέσει στα σκοτάδια της ανεργίας και της αβεβαιότητας μόνος του.  Του τα έλεγε όλα αυτά και ο Δημήτρης με κάθε λέξη της διαπίστωνε πόσο λάθος είχε κάνει για εκείνη.
Εκείνο το βράδυ, ο Δημήτρης δεν κοιμήθηκε. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια που δεν θα ξυπνούσε μια συγκεκριμένη ώρα για να ακολουθήσει το πρόγραμμά του. Σκεφτόταν τα βαγόνια του τρένου να φεύγουν χωρίς εκείνος να είναι μέσα. Και όταν κατάφερε να κοιμηθεί, νωρίς το πρωί, είδε ένα περίεργο όνειρο. Είδε τον εαυτό του μέσα σε ένα βαγόνι τρένου που απέξω έγραφε «Πειραιάς-Ομόνοια». Μόνο που το βαγόνι δεν έκανε την συνηθισμένη του διαδρομή, αλλά αποσυρόταν από την κυκλοφορία. Αποσυρόταν για λίγο. Κάπως σαν εκείνον, δηλαδή. Για να ακολουθήσει αργότερα μια άλλη, μια διαφορετική διαδρομή.


Δεν υπάρχουν σχόλια: