Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Στην Ελλάδα της κρίσης



   του Γιάννη Μελέτη
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)  

 Κάθεται μόνη στο σπίτι , μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή και συντάσσει άλλο ένα από εκείνα τα e-mails. Ξεκίνησε αυτή τη συνήθεια πριν από περίπου τέσσερα χρόνια. Τότε που όλοι είπαν πως κάτι άλλαξε, ή θα αλλάξει, ή κάτι τέτοιο. Δεκάδες e-mails με το βιογραφικό της στέλνονται  με σκοπό την αναζήτηση εργασίας. Όχι πως έχει αλλαξει κάτι. Η δουλειά της είναι η ίδια, όπως την έχει μάθει και την έχει συνηθίσει τα τελευταία πέντε χρόνια. Όμως της έχει γίνει έμμονη ιδέα το να βρει μια άλλη, καλύτερη. Ο ορισμός του «καλύτερου» στα επαγγελματικά της βέβαια, είναι κάπως συγκεχυμένος.
    Αυτό που κάθε φορά την αναστατώνει και καταλήγει σε αυτή την επαγγελματική αναζήτηση αλλαγής, είναι ο παλιός καιρός,όσα γενικά έχει συνηθίσει να θυμάται χωρίς να μπορεί να ξεχάσει . Μοιάζει να ευθύνεται το παρελθόν για πολλά παράλογα και απίστευτα που αποφασίζει κάποιος. Στην περίπτωσή της πάντως, έχει κάνει τη ζημιά του σε όλους τους τομείς. Σε τομείς που αποτελούν τα τελευταία οχυρά σε άλλους ανθρώπους. Κατατροπώνονται όλα τα υπόλοιπα από την «αρρώστια» του παρελθόντος αλλά κάποια κομμάτια αμύνονται μέχρι τέλους και συχνά βγαίνουν κερδισμένα. Σε εκείνη δυστυχώς αυτά τα οχυρά είχαν προ πολλού πέσει, είχαν ισοπεδωθεί από το πέρασμα του παρελθόντος. Αφέθηκε στην ορμή του χωρίς αντίσταση.
     Για αρχή, απανωτοί πονοκέφαλοι ταράζουν το ήδη ταλαιπωρημένο μυαλό της κάθε φορά που σκέφτεται τους παλιούς συμμαθητές και γνωστούς και τις τωρινές ζωές τους. Όταν τους σκέφτεται! Ούτε όταν μιλάει κάποιος για εκείνους, ούτε όταν συναντάει κάποιον από αυτούς. Και μόνο η σκέψη τους, τη φτάνει στα όρια της τρέλας. Άλλοι πιο συχνά και άλλοι σπανιότερα, παρελαύνουν επιτυχημένοι και ευτυχισμένοι στα όνειρά της. Τότε είναι που αισθάνεται πως υπάρχει πρόβλημα στην κοινωνία, τότε κάνει απολογισμό της δικής της ζωής η οποία της φαίνεται υποδεέστερη από αυτή των υπολοίπων. Και οι συγκρίσεις του «πριν» με το «τώρα» συνεχίζονται για όσο αντέχει ο νους της.
    Τη νευρική διεργασία της μάχης με το παρελθόν, τις περισσότερς φορές, ακολουθεί το ανούσιο «σερφάρισμα» στο διαδίκτυο. Οι εικόνες εναλλάσσονται ρυθμικά σχεδόν. Μία σκοτεινή εικόνα διαδέχεται μία φωτεινή. Θεωρητικά δεν έχει λόγο να είναι μπροστά στην οθόνη. Περνάει την ώρα της χαζεύοντας τις ίδιες εικόνες, τα ίδια κείμενα, όσα είδε χθες, προχθές ή ακομη και πριν πολύ καιρό. Φωτεινή οθόνη, σκοτεινή οθόνη και ξανά φωτεινή, να μη χαλάει ο ρυθμός, η αλληλουχία. Και εκείνη να νυστάζει αλλά να μην κοιμάται. Κάθεται ακίνητη στην καρέκλα, στον καναπέ μέχρι να βαρύνουν και να κλείσουν μόνα τους τα μάτια της.
    Το σπίτι της είναι καινούριο σχεδόν. Σε μια «έκρηξη» απλοχεριάς, της το αγόρασαν οι γονείς της πριν από τέσσερα χρόνια. Παρά την αίσθηση του καινούριου που νιώθει κανείς όταν εισέρχεται στο χώρο, η συνέχεια είναι κάπως διαφορετική. Σκόνη έχει απλωθεί σε κάθε εσοχή και επιφάνεια του χώρου. Τα δάχτυλά της όταν τρίβονται μεταξύ τους, νιώθει πως έχουν λεία επιφάνεια. Η σκόνη έχει γεμίσει κάθε αύλακα των δαχτυλικών της αποτυπωμάτων. Ακόμη και η ατομική αυτή μοναδικότητα  έχει αλλοιωθεί από την επέλαση που κάνει ο καιρός, η σκόνη. Πάλι το παρελθόν αφήνει το σημάδι του... Αλλά αυτο δεν την ενδιαφέρει. Αρκεί που είναι καθαρά συγκεκριμένα σημεία στο σπίτι. Το γραφείο, το μπάνιο, η κουζίνα, το μπαλκόνι. Και ας μην είναι μοναδική η καθαριότητά τους.
     Υπό άλλες συνθήκες, το μυαλό της θα ήταν ισορροπημένο, η σκέψη της ξεκάθαρη, η γνώμη της δυνατή και αιτιολογημένη. Τώρα ,αυτό το απροσδιόριστο «κάτι», αφού παρέλαβε πριν από καιρό ένα φυσιολογικό άνθρωπο, έχει παραδώσει στην κοινωνία μια τραγική μετάλλαξή του. Το μυαλό είναι πλέον στραμμένο στην αδικία, στη σύγκριση, στη διελεύκανση της παρανομίας και ενός εγκλήματος που και η ύπαρξή του αμφισβητείται. Και τα πραγματικά θύματα αυτων των πράξεων, μιλούν ήρεμα και αισιόδοξα και συνήθως ζουν χαρούμενα. Μάλλον τα άτομα που βρίσκονται έξω από τον κύκλο της αδικίας διαμαρτύρονται περισσότερο. Έτσι κι εκείνη, νιώθει πως την κυνηγούν  βιώνοντας τα δεινά των άλλων. Τρέχει ακανόνιστα, χωρίς να προλαβαίνει να επεξεργαστεί και να εκλογικεύσει τα γεγονότα.
    Τρέχει, αλλά το τρέξιμο γίνεται μέσα στο μυαλό της. Είναι κλεισμένη μέσα στο διαμέρισμά της και πραγματοποιεί εσωτερικές διεργασίες γρήγορες και επιφανειακές. Το μόνο που αφήνει να ταξιδέψει είναι το βλέμμα της όταν απολαμβάνει τη θέα της πόλης από το παράθυρό της. Ευτυχώς για εκείνη, κάποιος προνόησε να της αγοράσει ένα διαμέρισμα με θέα. Εκείνη και τότε , για άλλους βέβαια λόγους, δεν ήταν σε θέση να κρίνει τις ανάγκες της και να διαλέξει αναλόγως.
     Πολλές διαφορετικές όψεις της πόλης απλώνονται μπροστά στα μάτια της όταν κοιτάζει έξω. Οι γραμμές του τραμ που χάνονται στο βάθος, εκεί όπου ξεκινούν δύο συστάδες  χαμηλών δέντρων. Ο εμπορικός δρόμος που οδηγεί στην πλατεία και φωτίζει λίγο περισσότερο τις εργάσιμες ώρες. Παλιά φώτιζε όλο το βράδυ. Και πίσω από την απέναντι πανύψηλη πολυκατοικία , με τους τόσο ετερόκλητους ενοίκους, να φέγγουν δυο φουγάρα εργοστασίου, τα οποία ποτέ δεν κατάλαβε από πού προέρχονται. Δύο φουγάρα και πιο πέρα, τα φώτα ενός εμπορικού κέντρου. Παράξενα πράγματα...
    Η προσοχή της απόψε επικεντρώνεται σε δύο σκηνές. Πρώτα, κοιτάζει τις γραμμές του τραμ. Περασμένες δώδεκα και κατά συνέπεια κανένας συρμός δε φαίνεται να πλησιάζει. Διάφοροι βρίσκουν την ευκαιρία και περπατούν ανέμελα κατά μήκος των γραμμών. Τα αυτοκίνητα που περνούν δίπλα τους λούζουν με τα φώτα τους  κάθε πεζό που βρίσκεται κοντά. Πρώτα έντονο φως αυτοκινήτου, έπειτα σκοτάδι και ξανά φως. Άπλετο κάθε φορά , πριν το σχεδόν απόλυτο μαύρο της νύχτας. Οι στύλοι με τα φώτα στο δρόμο δεν φωτίζουν και πολύ τελευταία. Σκέφτεται εκείνη την εποχή που το τραμ δούλευε τα σαββατοκύριακα εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και εκείνη το περίμενε με τους φίλους της στις τέσσερις ή στις πέντε η ώρα το πρωί μετά από ξενύχτι. Μετά από μερικά χρόνια δεν έπαιρνε το τραμ για την επιστροφή στο σπίτι. Άλλαξε ο προορισμός της ή τα πρόσωπα, ίσως και τα δύο. Αυτός ίσως να ήταν και ο λόγος που μείωσε το τραμ τα δρομολόγιά του:η κρίση στη δική της ζωή. Αυτό σκέφτεται πάντοτε. Είναι το προσωπικό της αστείο με τον εαυτό της.  
    Η δεύτερη σκηνή διαδραματίζεται σιωπηλά καθώς το τηλέφωνό της χτυπά. Απαντάει και παράλληλα παρακολουθεί το δρόμο από το παράθυρο.
«Εγώ είμαι»
Γνώριμη η φωνή, δε χρειάζεται συστάσεις. Πέντε χρόνια έζησε μαζί της, πώς να την ξεχάσει;
Το μεσήλικο ζευγάρι στο δρόμο περπατάει αγκαλιασμένο. Γελούν δυνατά και ανέμελα με το αστείο που λέει ο κύριος. Κατά διαστήματα σταματούν στη βιτρίνα κάποιου καταστήματος και κοιτάζουν απορροφημένοι. Συνήθως είναι κάποιο μαγαζί με παπούτσια. Τα παπούτσια στις βιτρίνες ασκούν τεράστια γοητεία σε όλους. Σχεδόν  αναγκάζουν τους περαστικούς  να τα παρατηρήσουν.
«Μου έλειψες και γι’αυτό θέλησα να σε ακούσω» ξανά η φωνή.    
Ο αέρας σήκωσε ένα σύννεφο σκόνης και μαζί του παρέσυρε στροβιλίζοντας μερικά φύλλα δέντρων και πολλά χαρτιά. Ένα άσπρο ορθογώνιο χαρτάκι τράβηξε την προσοχή του κυρίου. Άρχισε να το κυνηγάει και τελικά όταν το έπιασε αναφώνησε θριαμβευτικά «Ογδόντα ευρώ!»
«Θέλεις να βρεθούμε απόψε ή ίσως αύριο, αν σου φαίνεται καλύτερο»
Κάποιος είχε αφήσει από αδιαφορία ή από απροσεξία μία απόδειξη των ογδόντα ευρώ να πάει χαμένη.
Σκέφτηκε για λίγο. Ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει, ύστερα να σταματάει στιγμιαία και μετά πάλι να συνεχίζει με τον τρελό ρυθμό της. Έβλεπε τη μία στιγμή το φως και την αμέσως επόμενη, ενιωθε το σκοτάδι να την πνίγει. Τελικά διάλεξε τη θολή επιλογή.
«Ας είναι σήμερα. Δε βαριέσαι... Μήπως έχω και τίποτα καλύτερο να κάνω;»
Το ζευγάρι είχε χαθεί από το οπτικό της πεδίο. Όχι πως είχε καμία σημασία...
Επέστρεψε στο σπίτι της δύο ώρες αργότερα. Με την ίδια διάθεση, με τις ίδιες σκέψεις, την ίδια έκφραση. Μετανιωμένη, αλλά με μια έτοιμη δικαιολογία για τις πράξεις της.
    Αν είχε ρωτήσει κάποιον θα την είχε αποθαρρύνει από το να κάνει όσα έχει διαλέξει να κάνει. Θα της έλεγαν να μην κάθεται στο σπίτι, να μη μιλάει ούτε να συναντάει  φωνές από τα παλιά, να το γλεντάει και πολλά άλλα. Έχει καιρό όμως που τους έχει ξεγράψει όλους και δεν ακούει κανέναν. Δε θέλει να ακούει γνώμες που βασίζονται σε εμπειρίες του παρελθόντος.
    Τώρα ξανασκέφτεται η ίδια πως το παρελθόν είναι η κρίση που βιώνει ο καθένας. Και σα να μην έφτανε αυτό, το επιβάλλει στους άλλους ως λύση για τα προβλήματα τους.
Την ανησυχεί το οτι με γνώμονα το παρελθόν κρίνει ο καθένας  το μέλλον –το δικό του και των άλλων. Χρόνια τώρα δίνονται συμβουλές χωρίς κανείς να λαμβάνει υπόψη του το χαρακτήρα και τις συνθήκες που βιώνει ο καθένας ξεχωριστά. Και παίρνονται τόσες αποφάσεις που βασίζονται στα λόγια τόσο διαφορετικών ανθρώπων. Φιλτραρισμένες μόνο μέσα από το παρελθόν. Και το μέλλον δεν έχει ποτέ θέση στην απόφαση.
«Ας μην είμαι κι εγώ όπως οι περισσότεροι» μονολόγησε.
     Έτσι έχει στο μυαλό της πως θα ξεπεράσει τη μία και μοναδική κρίση που αναγνωρίζει: το παρελθόν. Προς το παρόν έιναι θύμα της ίδιας συμπεριφοράς που θεωρεί λανθασμένη. Και αυτό της δημιουργεί την εντύπωση πως η κρίση επεκτείνεται σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Αυτό δηλαδή που πιστεύουν όλοι. Θα βρει όμως το θάρρος να αποτινάξει αυτό το βάρος και θα ενδιαφερθεί μόνο για το μέλλον. Απόψε μπορεί να είναι όλα ίδια, μπορεί να εξακολουθεί να επωμίζεται τα παλιά λάθη. Αλλά το νιώθει πως είναι ξεχωριστή βραδυά και θα αλλάξει ριζικά όσα σκέφτεται...
    Την επόμενη ημέρα, η σκια εναλλάσσεται με το φως του ήλιου στο πρόσωπό της καθώς περπατάει παράλληλα με τον καγκελωτό φράχτη. Φως και σκια συναγωνίζονται για το ποιό θα επικρατήσει. Ανοιγοκλείνει τα μάτια αλλά περπατάει τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνει να αποφύγει τις έντονες ηλιαχτίδες που περνούν ανάμεσα από τα κάγκελα και την τυφλώνουν. Είναι πρωί. Είναι πρωί κάθε φορά που σφίγγεται το στομάχι της και ο κόμπος σιγά σιγά ανεβαίνει μέχρι να εγκατασταθεί στο στόμα της. Τότε δεν μπορεί να μιλήσει, να φωνάξει, να κατηγορήσει. Μόνο ταλαιπωρεί τον εαυτό της προσπαθώντας να μεταδώσει σοφία σε όσους θεωρεί ανίδεους. Μια φράση ξεφεύγει από το δεμένο της στόμα κάθε λίγο. Μόνο αυτή:
«Τι να κάνεις; Όλα καλά είναι...»
Η κλασσική θολή οπτική γωνία που δε λέει να φύγει και αλλοιώνει την πραγματικότητα. Εδώ και χρόνια έχει τις πιο ευρηματικές ιδέες και εντούτοις εξακολουθεί να βλέπει μονόπλευρα κάθε πτυχή της σύγχρονης ζωής. Πάντα χαμηλώνει την ταχύτητά της, ενώ οι δυνατότητες της φτάνουν για αγώνα ταχύτητας. Της έχουν επιβάλλει άλλοι το ρυθμό και όχι οι δυνατότητές της. Παρά τη χθεσινή της απόφαση διστάζει ακόμα.
    Συναντάει ένα συνάδελφο και περπατούν μαζί μέχρι τη δουλειά τους. Δεν την ενοχλεί ο τρόπος του όπως πρώτα. Απολαμβάνει τις ανοησίες που μέχρι τότε θεωρούσε εξοργιστικές. Γελάει ξανά μετά από καιρό. Αγοράζει ένα καφέ από την καφετέρια που μισούσε και κερνάει και σε εκείνον τον καφέ του. Δεν ξέρει πως θα συναντιούνται από εδώ και πέρα κάθε πρωί για να πάνε μαζί στη δουλειά.
    Παρατηρεί τη στάση του λεωφορείου καθως περιμένει να ετοιμάσουν τα δύο ροφήματα. Ο πάλιος συμμαθητής, που πλέον ήταν γνωστός τραγουδιστής, γελάει αυτάρεσκα στη διαφήμιση του νυχτερινού κέντρου όπου εμφανίζεται. Ένας νεαρός στέκεται μπροστά στη διαφήμιση και  βγάζει το μαρκαδόρο του. Σχεδιάζει ένα τεράστιο μουστάκι στον τραγουδιστή. Το συμπληρώνει με ένα κάλυμμα για το μάτι και ένα μαυρισμένο δόντι. «Είσαι μεγάλος βλάκας» γράφει στο συννεφάκι πάνω από το κεφάλι του. Ολοκληρωμένο έργο, με υπογραφή...Το ταλέντο του συγκεκριμένου τραγουδιστή – ή η έλλειψή του- θα σβήσει αργότερα άδοξα...
«Τέλος στα φαντάσματα και τέλος στις υποθέσεις» σκέφτηκε.
 Κάπου είχε διαβάσει παλιότερα πως αυτό που χρειαζόμαστε είναι οι υπερβάσεις και όχι οι υπερβολές. Αυτή τη φορά είναι σίγουρη πως θα το καταφέρει.
    Νέα σελίδα. Όχι σε παρελθοντικό χρόνο. Θα μιλάει μόνο για το μέλλον, το δικό της και όσων έχουν όντως ανάγκη να αποκτήσουν ένα μέλλον πιο αισιόδοξο. Και το σημαντικότερο όλων: επιστροφή στην ηρεμία. Δε θα ανεχτεί άλλες μπερδεμένες εικόνες, ήχους και σκέψεις. Το καθένα θα λάβει τη θέση και θα έχει το χρόνο του. Έτσι θα είναι καλύτερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: