Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Μία νύχτα στου Ψυρρή


της Ευτυχίας Φράγκου
(Σεμινάριο Δημιουργικής Γραφής, Άνοιξη 2013)

Κατηφόριζε στη Σαρρή.
Τα τακούνια της έκαναν έναν μονότονο, χαρούμενο ήχο... Ο ήχος των τακουνιών δεν ηχεί πάντα το ίδιο. Λες και παίρνει κάτι από την προσωπικότητα της ιδιοκτήτριας...
«Τί κόμματος είσαι εσύ, μανάρι», άκουσε να λέει κάποιος από μια ανδροπαρέα χασκογελώντας, αλλά εκείνη ούτε καν έστρεψε το βλέμμα της.
Είχε κάνει όλες τις αλλαγές μαζί μέσα σε ένα χρόνο. Μετακόμιση, αλλαγή δουλειάς, αλλαγή γειτονιάς, ένας χωρισμός, ένα ξεκαθάρισμα φίλων, πέταγμα του μισού σπιτιού και της άλλης μισής της γκαρνταρόμπας. Είχε αλλάξει τα μαλλιά της, τα' χε γλυκάνει και πλέον λαμπίριζαν στον ήλιο, ένα μελόξανθο ιδιαίτερο χρώμα...
Κεφάλαιο “Σπίτι”
Έμενε με τους γονείς της. Τα λεφτά δεν ήταν πολλά που έπαιρνε. Αλλά προτιμούσε να πάει σε ένα ημιυπόγειο των 200 ευρώ, παρά να συνεχίσει να μένει εκεί. Δεν ήταν κακοί οι γονείς της. Ήταν όμως οι γονείς της, και δεν άντεχε πλέον να ακούει τα παράπονα της μάνας της για τον πατέρα της, δεν άντεχε να “μετράει” τα πεζοδρόμια με τους εκάστοτε γκόμενους της γιατί δεν είχε που να πάει.
Βρήκε ένα σπίτι στην Καραγιώργη Σερβίας. Στο 2ο όροφο. 22 τμ. 240 ευρώ.
Pas mal.
Ήταν χαριτωμένο, μικροσκοπικό, με άποψη. Όπως και η Φαίδρα. Το έβαψε με λογιών λογιών χρώματα, με πραγματικό ασβέστη και στους τοίχους χρησιμοποίησε βούρτσα που τους έκανε να δείχνουν “ντέρτι”. Έγραψε κάτι στοίχους με μαρκαδόρο στην πόρτα του μπάνιου.. Κρέμασε μια κουρτίνα στη μέση του δωματίου... Πιο μικρό και πιο χίπικο σπίτι δεν υπήρχε. Σαν να “βγήκε” από editorial περιοδικού διακόσμησης.
Κεφάλαιο “δουλειά”
Ήταν συντηρητής έργων τέχνης.
Δούλευε όμως σε μία κάβα.
Έφυγε και από εκεί.
Συμπλήρωσε μια αίτηση για το Μουσείο της Ακρόπολης. Ήταν στο τρόλεϊ και ο διπλανός της διάβαζε “Τα Νέα”.
Χάζευε από το παράθυρο, αλλά το μάτι της έπεσε πάνω στην προκήρυξη. “8 συντηρητές αρχαιοτήτων ζητούνται από το Μουσείο της Ακρόπολης”.
Είχε πέσει σχεδόν πάνω του, προσπαθώντας να διαβάσει περισσότερα.
Ο τύπος γέλασε αδιάκριτα και υπερφίαλα. “Θέλεις να δεις κάτι;” “Συγνώμη” απάντησε άτονα η Φαίδρα, “Μπορώ να δω κάτι;”. Και ο “τυπάς” της έδωσε την εφημερίδα, εκείνη έβγαλε το σημειωματάριο της (Τί να κάνουμε ήταν ρετρό), και σημείωσε με το μολύβι της το site και το email.
«Μπορούσες να το γράψεις και στο κινητό» σου ξέρεις.
«Δεν είμαι της τεχνολογίας» και ξαναφόρεσε τα ακουστικά της για να αποφύγει περισσότερες κουβέντες με τον μαλάκα.
Έστειλε βιογραφικό, την πήρανε. Ήταν άλλωστε πλούσιο, είχε κάνει μεταπτυχιακά στην Ιταλία, είχε δουλέψει εκεί 3 χρόνια, μέχρι να γυρίσει στην Ελλάδα για τον Άλκη...
Ένα τρόλεϊ και η εφημερίδα “Τα Νέα” άλλαξαν τη ζωή της για πάντα. (Από τότε πάντα αγόραζε μόνο Τα Νέα- Το γούρι της όπως συνήθιζε να λέει!
Κεφάλαιο Άλκης
“Όταν κάτι τελειώνει, τελειώνει. Όταν κάτι σου τελειώνει, σου τελείωσε. “ Αυτή ήταν η ατάκα που έλεγε σαν καραμέλα σε όλον τον κόσμο. Μεταξύ μας -όσο πιο συχνά ακούς κάποιον να επαναλαμβάνεται κάτι δεν πάει καλά.
Η ιστορία γνωστή. Ερωτεύτηκαν. Παράφορα. Εκείνος ήπιε ένα βράδυ. Αυτή τον έπιασε να φιλιέται στο “Drunk Sinatra” με μία άλλη. Είχε έρθει η κρίση. Λόγια Βαριά.  Κλάματα. Υστερίες. Η καρδιά χίλια κομμάτια. Χωρισμός.
Η αλήθεια ήταν ότι νόμιζε πως τον έβλεπε παντού. Δεν τον είχε δει όμως για 9 μήνες. Μετά από 5 χρόνια που ήταν κάθε μέρα μαζί, τώρα δεν το είχε δει εδώ και 172 μέρες.
Κατηφόριζε στη Σαρρή.
Τα τακούνια της έκαναν έναν μονότονο, χαρούμενο ήχο...
Πήγαινε στο reunion.
Είχαν κάνει ένα γκρουπάκι στο facebook οι απόφοιτοι της σχόλης, και είχαν πει να μαζευτούνε στο “ζείδωρον” για να ξαναβρεθούν όλοι μαζί μετά από τόσα χρόνια.
Λίγο σε μνημόσυνο της έφερνε αυτό. Αλλά δεν θα το' χανε με τίποτα.
Οι πιο πολλοί πήγαιναν από περιέργεια. Για να δούνε ποιες είχαν ομορφύνει, ποιες είχαν παχύνει. Ποιες αποκαταστάθηκαν. Ποιοι δούλευαν στο αντικείμενο.
Δεν είχε επαφή με πολλούς. Μόνο με το Λιζάκι και τον Αποστόλη τα λέγανε.
Φορούσε μια ολόσωμη φόρμα, με κάτι γόβες. Ήταν όμορφη. Στα 31 χωρίς σχέση, χωρίς γάμο, χωρίς παιδιά, αλλά όμορφη. Σπάνια όμορφη. Διαφορετικά όμορφη. Εντάξει. Ήταν πολύ όμορφη.
 Μπήκε μέσα, οι πρώτοι είχαν ήδη φτάσει αγκαλιές, φιλιά, ανούσιες, επιφανειακές κουβέντες για την κρίση, τα ενοίκια, την ανεργία, τον Τσίπρα. Οι πιο πολλές συμφοιτήτριές της, ήταν δεσμευμένες, αρραβωνιασμένες, παντρεμένες, μητέρες... Κοινώς, είχαν κάνει το επόμενο βήμα ή ετοιμάζονταν. Η Φαίδρα είχε αυτό τον αυθάδη, παιχνιδιάρικο τόνο στη φωνή της. “Εγώ; Τι με ρωτάς αν είμαι ελεύθερη. Εγώ ελεύθερη είμαι ακόμα και αν είμαι μέσα σε σχέση (και γελούσε δυνατά)... Αν ρωτάς τώρα αν η καρδιά μου ανήκει σε κάποιον, όχι δεν ανήκει. Και χαμήλωνε τη φωνή εκεί στον “δεν ανήκει”!”
 Η μπάντα που αποτελούνταν από 3 όργανα και μία φωνή είχε ξεκινήσει το πρόγραμμα.
Έπαιζε έντεχνα και μετά τον γύρναγαν πάντα στο λαϊκό! Άλλωστε η Φαίδρα ερχόταν μία στο τόσο εδώ, αν θυμάται καλά πρέπει να είχαν και “κάβα” ένα μπουκάλι με τα παιδιά...
Ξαφνικά άκουσε τις πρώτες συγχορδίες από το αγαπημένο της τραγούδι, από την αγαπημένη της Μελίνα.

Τρεις μέρες χώ , τρεις μέρες χώρισα από σένα
τρεις νύχτες μέ , τρεις νύχτες μένω μοναχή,
σαν τα βουνά* που στέκουν τώρα δακρυσμένα
όταν τα βρέ , όταν τα βρέχουν οι ουρανοί.
Διώξε τη λύπη, παλικάρι
πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι.

Έστριψε τσιγάρο, έψαξε νευρικά για αναπτήρα. Δεν υπάρχει χειρότερο από το να θες να καπνίσεις και να μη βρίσκεις αναπτήρα. Μία “ξενερουά” της την έσπασε λέγοντάς της με ύφος. “Καλό θα ήταν να το κόψεις.”
Η Φαίδρα δεν της απάντησε καν. Εξέπνευσε τον καπνό από την πρώτη ρουφηξιά, σαν παιδί που μόλις είχε γίνει το δικό του, και τα μάτια της σαν να βούρκωσαν λίγο. “Παλιοτράγουδο. Όλο μαλακίες” μουρμούρισε.
Και έτσι ξαφνικά τον είδε. Και αυτός την είδε. Της χαμογέλασε. Αυτή έμεινε “παγωτό”. Την πλησίασε. Δεν της μίλησε. Απλά την έσφιξε στην αγκαλιά του. Για πολλή ώρα. Ή έτσι της φάνηκε. Πιο σωστά, για όσο κράτησε το τραγούδι.
Την τράβηξε από το χέρι.
Την έβγαλε από το μαγαζί.
Δεν πήρε ούτε το παλτό της.
Δεν χαιρέτησε κανέναν.
“Θα ξαναγυρίσουμε”, αυτό μόνο της είπε.
Την έσπρωξε βίαια πάνω του.
Αυτή αντιστάθηκε, έτσι για να αφεθεί με περισσότερη θέρμη.
“Όταν κάτι τελειώνει, τελειώνει. Όταν κάτι σου τελειώνει, σου τελείωσε”.
Αυτό σκέφτηκε και γέλασε με τους αφορισμούς και τις απολυτότητες της.
“Μαζί μου γελάς; της είπε ο Άλκης.
“Μαζί σου; Μπα...Όχι, μαζί μου... “



Δεν υπάρχουν σχόλια: